-
1 υπονοίας
ὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem acc plὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ὑπονοίας
ὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem acc plὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 πρόληψις
A preconception, mental picture or scheme into which experience is fitted,εἰς τὴν π. ἐναρμόττειν Epicur.Sent.37
, cf.38, Ep.1p.24U.(pl.), Ep.3p.60U.(pl.), Fr. 255, Nat.28.4 (p.7 V., pl.); also in Stoic. philos.,ἔμφυτοι π. Chrysipp.Stoic.3.17
, al.; κοινὴ π. τῶν ἀνθρώπων Id.ib.2.286, al., cf. Arr.Epict.1.22.2 in common use, previous notion or conception, Plb.8.27.1;π. ἔχειν πάντων ἀδύνατον Id.10.43.8
, cf. A.D.Conj.247.22, al., PFay.124.16 (ii A.D., - λημψ-).II Rhet., anticipation,ὑπονοίας Hermog.Meth.10
: generally, Ph.1.425;ζῴων ἐνίοις σεισμῶν καὶ ὑετῶν ἐμπέφυκε π. Iamb.Myst.3.26
;ἐν προλήψει γεγονέναι Philum.Ven.4.5
.III simply, taking beforehand, ὅρκου, μισθοῦ, Hld.4.18,5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόληψις
-
4 ἀλέξημα
A defence, guard, help, A.Pr. 479: c. gen., remedy for,ὀδύνης Hp.Mul.2.212
; protection against,κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3
;ὑπονοίας Longin. 17.2
;ἀ. πρός τι D.H.7.13
, Paus.10.18.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξημα
-
5 ὑπονοέω
ὑπονοέω impf. ὑπενόουν; fut. 3 sg. ὑπονοήσει Da 7:25 Theod.; 1 aor. ὑπενόησα (s. next entry; Eur., Hdt. et al.; pap, LXX; TestBenj 9:1; Philo, Joseph.; Just., D. 103, 3; 125, 1) to form an opinion or conjecture on the basis of slight evidence, suspect, suppose (Hdt. et al.; pap; Sir 23:21) w. acc. someth. (Hdt., Aristoph. et al.) Ac 25:18 (w. attraction of the rel.; cp. PLond 1912, 97f ἐξ οὗ μείζονας ὑπονοίας ἀναγκασθήσομαι λαβεῖν). Foll. by acc. and inf. (B-D-F §397, 2; Rob. 1036.—Hdt. 9, 99 al.; Jos., Ant. 13, 315; Just.; PRyl 139, 14 [34 A.D.]) 13:25; 27:27; cp. Hv 4, 1, 6.—DELG s.v. νόος. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ὑπονοίας — ὑπονοίᾱς , ὑπόνοια suspicion fem acc pl ὑπονοίᾱς , ὑπόνοια suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невѣдѣниѥ — НЕВѢДѢНИ|Ѥ (85), ˫А с. Неведение, незнание: въ томь ‹бо ѥсть›. невѣдѣниѥ ‹б҃а› имьже бываѥть ‹блѹ›дъ и разбои. и пр‹очѧ˫а› зъла˫а дѣла. Изб 1076, 182; и семѹ ѹбо ст҃ѹѹмѹ лежащю дълго времѧ. не остави въ невѣдѣнии и небрежении отинѹдь пребыти.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… … Dictionary of Greek
προκατηχώ — έω, Α 1. καταπραΰνω, κατευνάζω εκ τών προτέρων με ήχους 2. κατηχώ, διδάσκω προηγουμένως («τὰς... τούτοις ὑπονοίας μὴ παραγυμνούντων, ἀλλ ἐν εἴδει μύθου προκατηχούντων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατηχῶ «διδάσκω, μυώ, ηχώ»] … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek