-
1 υποθετικως
-
2 υποθετικώς
-
3 ὑποθετικῶς
-
4 предположительно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предположительно
-
5 suppositive
suppositīvē, Adv. (suppositivus) = ὑποθετικῶς, hypothetisch, Prisc. 18, 91.
-
6 suppositive
suppositīvē, Adv. (suppositivus) = ὑποθετικῶς, hypothetisch, Prisc. 18, 91.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > suppositive
-
7 κατηγορικός
A accusatory, opp. ἀπολογικός, Id.Rh.Al. 1426b25, cf.Erot.Prooem.; οἱ κ. informers, = Lat. delatores, Plu.Galb. 8. Adv. -κῶς, λέγειν πρός τινα J.BJProoem.4
.2 categorical, opp. hypothetical, κατηγορικόν, τό, statement combining subject and predicate, Stoic.2.66;κ. συλλογισμοί S.E.P.2.163
, Procl.in Prm. p.790 S.;λόγοι S.E.P.2.166
, Ammon.in Int.74.1. Adv. - κῶς, opp. ὑποθετικῶς, Gal.4.609.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγορικός
См. также в других словарях:
υποθετικώς — ὑποθετικῶς, ΝΜΑ, και υποθετικά Ν βλ. υποθετικός … Dictionary of Greek
ὑποθετικῶς — ὑποθετικός hypothetical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ … Dictionary of Greek