Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποθετικῶς

См. также в других словарях:

  • υποθετικώς — ὑποθετικῶς, ΝΜΑ, και υποθετικά Ν βλ. υποθετικός …   Dictionary of Greek

  • ὑποθετικῶς — ὑποθετικός hypothetical adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»