-
1 υπερτόναια
-
2 ὑπερτόναια
-
3 διάτοιχος
διάτοιχος, ον,A extending through the width of the wall,ὑπερτόναια ξύλινα δ. IG22.463.57
.II Subst. διάτοιχος (sc. λίθος), ὁ, bonding course or stone, ib.11(2).144 A 57,97 (Delos, iv B. C.), 199 C 32 (iii B. C.), Milet.7.56,57 (pl.), cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάτοιχος
-
4 δίστοιχος
δί-στοιχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίστοιχος
-
5 στοιχιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχιαῖος
См. также в других словарях:
ὑπερτόναια — ὑπερτόναιον lintel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] … Dictionary of Greek