Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπερπηδᾷ

См. также в других словарях:

  • ὑπερπήδα — ὑ̱περπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind act 3rd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over pres imperat act 2nd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over pres imperat act 2nd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπερπήδᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερπηδᾷ — ὑπερπηδάω leap over pres subj mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind mp 2nd sg (epic) ὑπερπηδάω leap over pres subj act 3rd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind act 3rd sg (epic) ὑπερπηδάω leap over pres subj mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερπηδᾶν — ὑπερπηδάω leap over pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑπερπηδάω leap over pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑπερπηδάω leap over pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑπερπηδᾶ̱ν , ὑπερπηδάω leap over pres inf act (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FOVEIS maxime Leones capi — Plin. docet l. 8. c. 16. quo respicit Ezech. c. 19. v. 2. ubi Iosiae filios et successores Ioachazum et Ioachimum, Propheta eleganti allegoriâ conferr cum leunculis, qui cum praedari et rapto vivere iam inciperent, in venatorum foveas et casses… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ίρι — I (Erie). Πόλη (103.717 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία της Πενσιλβάνια. Βρίσκεται ΒΔ της πολιτείας, στη νότια όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί λιμάνι μεγάλης σπουδαιότητας, από το οποίο διακινούνται περίπου 5 εκατ. τόνοι… …   Dictionary of Greek

  • Ντιφέ, Γκιγιόμ — (Dufay, Σιμέ, Ενγκό 1400 – Καμπρέ 1474). Φλαμανδός μουσουργός. Άρχισε να σπουδάζει μουσική στη σχολή της μητρόπολης του Καμπρέ. Κοντά στους Μαλατέστα, στο Ρίμινι, συνέθεσε (μεταξύ 1419 και 1420) τα πρώτα έργα του που μπορούν να χρονολογηθούν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»