-
1 υπερπήδα
ὑ̱περπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: pres imperat act 2nd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: pres imperat act 2nd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ὑπερπήδα
ὑ̱περπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: pres imperat act 2nd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: pres imperat act 2nd sgὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)ὑπερπήδᾱ, ὑπερπηδάωleap over: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 υπερπηδά
ὑπερπηδάωleap over: pres subj mp 2nd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind mp 2nd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj act 3rd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind act 3rd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj mp 2nd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind mp 2nd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj act 3rd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind act 3rd sg (epic) -
4 ὑπερπηδᾷ
ὑπερπηδάωleap over: pres subj mp 2nd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind mp 2nd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj act 3rd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind act 3rd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj mp 2nd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind mp 2nd sg (epic)ὑπερπηδάωleap over: pres subj act 3rd sgὑπερπηδάωleap over: pres ind act 3rd sg (epic) -
5 υπερπηδάν
ὑπερπηδάωleap over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ὑπερπηδάωleap over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ὑπερπηδάωleap over: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ὑπερπηδᾶ̱ν, ὑπερπηδάωleap over: pres inf act (epic doric)ὑπερπηδάωleap over: pres inf act (attic doric)ὑπερπηδάωleap over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ὑπερπηδάωleap over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ὑπερπηδάωleap over: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ὑπερπηδᾶ̱ν, ὑπερπηδάωleap over: pres inf act (epic doric)ὑπερπηδάωleap over: pres inf act (attic doric)——————ὑπερπηδάωleap over: pres inf actὑπερπηδάωleap over: pres inf act -
6 βροτός
βροτός, ὁ, poet. Noun,A mortal man, opp. ἀθάνατος or θεός, in Hom. usu. Subst.,οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Il.5.304
, al.;βροτὸς εἰς θεόν E. Andr. 1196
(lyr.);λόγος τις Ζῆνα μιχθῆναι βροτῷ A.Supp. 295
; ; βροτοί,opp. νεκροί, Id.Ant. 850 (lyr.); butβ. ἀνήρ Il.5.361
; and soβ. ἔθνος Pi.P.10.28
: as fem.,β. αὐδήεσσα Od.5.334
;β. οὖσαν AP9.89
(Phil.); but βροταί· γυναῖκες, Hsch. (s.v.l.): freq. in gen. pl., afterπολλοί B.1.42
, S.OT 981, etc.; after τίς ib. 437, etc.; βροτοί never takes the Art. in Trag. and Com., exc. when an Adj. or Pron. is added, τῶν πολυπόνων β. E.Or. 175; ἡμεῖς οἱ β. Ar.Eq. 601, Pax 849, cf. Sannyr.1; οἱ ταλαίπωροι β. Alex.66; οἱ πάντες β. Men.538.8.—Rare in Prose, Pl. R. 566d, Arist.Top. 133a31, 149a7.
См. также в других словарях:
ὑπερπήδα — ὑ̱περπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind act 3rd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over pres imperat act 2nd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over pres imperat act 2nd sg ὑπερπήδᾱ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ὑπερπήδᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπηδᾷ — ὑπερπηδάω leap over pres subj mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind mp 2nd sg (epic) ὑπερπηδάω leap over pres subj act 3rd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind act 3rd sg (epic) ὑπερπηδάω leap over pres subj mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπηδᾶν — ὑπερπηδάω leap over pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑπερπηδάω leap over pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑπερπηδάω leap over pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑπερπηδᾶ̱ν , ὑπερπηδάω leap over pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOVEIS maxime Leones capi — Plin. docet l. 8. c. 16. quo respicit Ezech. c. 19. v. 2. ubi Iosiae filios et successores Ioachazum et Ioachimum, Propheta eleganti allegoriâ conferr cum leunculis, qui cum praedari et rapto vivere iam inciperent, in venatorum foveas et casses… … Hofmann J. Lexicon universale
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ίρι — I (Erie). Πόλη (103.717 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία της Πενσιλβάνια. Βρίσκεται ΒΔ της πολιτείας, στη νότια όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί λιμάνι μεγάλης σπουδαιότητας, από το οποίο διακινούνται περίπου 5 εκατ. τόνοι… … Dictionary of Greek
Ντιφέ, Γκιγιόμ — (Dufay, Σιμέ, Ενγκό 1400 – Καμπρέ 1474). Φλαμανδός μουσουργός. Άρχισε να σπουδάζει μουσική στη σχολή της μητρόπολης του Καμπρέ. Κοντά στους Μαλατέστα, στο Ρίμινι, συνέθεσε (μεταξύ 1419 και 1420) τα πρώτα έργα του που μπορούν να χρονολογηθούν.… … Dictionary of Greek