Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπερβάλλον

См. также в других словарях:

  • υπερβάλλον — το, Ν βλ. υπερβάλλω …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβάλλον — ὑπερβάλλω throw over pres part act masc voc sg ὑπερβάλλω throw over pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρβαλλον — ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»