Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπαίθριος

См. также в других словарях:

  • ὑπαίθριος — under the sky masc nom sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπαίθριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκέπαστο χώρο: Υπαίθρια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαιθρίως — ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc acc pl (doric) ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαίθριον — ὑπαίθριος under the sky masc acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίων — ὑπαίθριος under the sky fem gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

  • ὑπαιθρίοις — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίου — ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίους — ὑπαίθριος under the sky masc acc pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίῳ — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»