-
1 υπαιθρος
-
2 ύπαιθρος
-
3 ὕπαιθρος
-
4 ὕπαιθρος
ὕπαιθρ-ος, ον, = foreg., [ κοίτη] Hp.Acut.45; ἱππεῖς καὶ στρατιῶται, i.e. encamped, opp. κάτοικοι, OGI229.14 (Smyrna, iii B.C.);Aἔδοξεν Ἀθηναίων τοῖς τεταγμένοις ἐν Ἐλευσῖνι.. καὶ τοῖς ὑπαίθροις IG22.1304.3
(iii B.C.);παραχειμασία Plb.3.87.2
;δυνάμεις Id.1.82.14
, cf. PCair.Zen.545.5 (iii B.C.), PMich.Zen.90.3 (iii B.C.), PTeb.722.11 (ii B.C.);τὰ κτήνη μου ὕ. ἐστιν PEnteux.11.2
(iii B.C.);ἀγῶνες Phld.Rh.2.108S.
;πόλεμοι D.H.6.22
;ὕπαιθρον ὕλην λεῖπε Babr.12.14
.II as Subst., ὕπαιθρον, τό, open enclosure, IG22.1035.47, Luc.Symp.20; ἐν ὑπαίθρῳ in the open air, Antipho 5.11, X.Mem.2.1.6, Oec.7.19: metaph., εἰς ὕπαιθρον into the public view, into the daylight, πρῶτον εἰς ὕ. ἐξεληλυθώς, of a youth, Pib.10.3.4;εἰς ὕ. ἕλκειν τινά Plu.2.501d
;τὴν αὑτῶν ἀμαθίαν εἰς ὕ. ἄγουσι Erot.Prooem.
2 in military language, from Plb. downwds., τὰ ὕ. the field, the open country, opp. fortified places,τῶν ὑ. ἀντιποιεῖσθαι 1.12.4
, 1.30.6;μάχεσθαι ἐν τοῖς ὑ. 18.3.4
; ἐκχωρεῖν τῶν ὑ. retire from the open country, and shut themselves up in the towns, 9.3.6;ἡ ἐν ὑπαίθροις οἰκονομία 6.12.5
.3 ἡ ὕπαιθρος (sc. γῆ(, = τὰ ὕπαιθρα, the field, D.H.8.63, 9.6.4 open to the sky, Lat. hypaethros, aedificia, ambulationes, Vitr.1.2.5, 5.9.5; hypaethros (sc. ναός), a temple with an open skylight, Id.3.2.1. This form is not used by [dialect] Att. writers except in the phrase ἐν ὑπαίθρῳ; the form employed by them in Adj. sense is always ὑπαίθριος; v. X.Oec.7.20, where αἱ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐργασίαι are synon. with ὑπαίθρια ἔργα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαιθρος
-
5 ύπαιθρος
η загородная местность, сельская местность; село (собир.) -
6 ὕπαιθρος
-ος,-ον A 0-0-0-1-1=2 Prv 21,9; 2 Mc 15,19under the sky, in the open air Prv 21,9ἐν ὑπαίθρῳ in the open air 2 Mc 15,19 -
7 ὕπαιθρος
ὕπ-αιθρος, unter dem Himmel, unter freiem Himmel; τὸ ὕπαιϑρον, der freie Himmel u. jeder Platz unter freiem Himmel, das Freie; ἐν ὑπαίϑρῳ, im Freien; εἰς ὕπαιϑρον, ins Freie. In der Kriegssprache sind ὕπαιϑρα freie, durch Heeresmacht und Siege im offenen Felde zu behauptende Gegenden, im Ggstz zu den festen Plätzen; πόλεμοι ὕπαιϑροι, offener Krieg, im freien Felde, Ggstz zum Festungskriege -
8 ύπαιθρος
campagne -
9 υπαιθριος
2 и 3 и ὕπαιθρος 21) находящийся или происходящий на открытом воздухе, под открытым небом(παραχειμασία Polyb.; ἥ στρατιέ ἔσκε ὑ. Her.)
ὑπαιθρία δρόσος Eur. — небесная роса;ὑπαιθρίοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Aesch. — прикованный под открытым небом (Прометей);ὑπαίθρια ἔργα Xen. — работы на открытом воздухе2) открытый, явный(παραφροσύνη Plut.)
-
10 υπαίθροις
-
11 ὑπαίθροις
-
12 υπαίθρου
-
13 ὑπαίθρου
-
14 υπαίθρω
-
15 ὑπαίθρῳ
-
16 υπαίθρωι
ὑπαίθρῳ, ὕπαιθροςpublic: neut dat sgὑπαίθρῳ, ὑπαίθριοςunder the sky: masc /fem /neut dat sg -
17 ὑπαίθρωι
ὑπαίθρῳ, ὕπαιθροςpublic: neut dat sgὑπαίθρῳ, ὑπαίθριοςunder the sky: masc /fem /neut dat sg -
18 υπαίθρων
-
19 ὑπαίθρων
-
20 ύπαιθρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… … Dictionary of Greek
ύπαιθρος — η τα χωράφια, οι εξοχές, τα χωριά, τα μέρη έξω από τις πόλεις: Οι κάτοικοι της υπαίθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕπαιθρος — ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИПЕТРАЛЬНЫЙ ХРАМ — • Ύπαιθρος (ναός), по принятому мнению, основанному на Vitr. 1, 2, 5 и недавно объясненному К. Ф. Германием, храм без крыши над средней частью (так называемой cella или ναός в тесном смысле, где стояла статуя божества). Такими храмами … Реальный словарь классических древностей
ὑπαίθροις — ὕπαιθρος public neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθρου — ὕπαιθρος public neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθρων — ὕπαιθρος public neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθρῳ — ὕπαιθρος public neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπαιθρα — ὕπαιθρος public neut nom/voc/acc pl ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπαιθρον — ὕπαιθρος public neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek