-
1 υλαγμός
-
2 ὑλαγμός
-
3 ὑλαγμός
ὑλαγμός, ὁ, das Bellen, das Gebell; Il. 21, 575; Xen. Cyn. 4, 5.
-
4 υλαγμος
-
5 ὑλαγμός
ὑλαγμός: barking, howling, Il. 21.575†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑλαγμός
-
6 ὑλαγμός
ὑλαγμός, ὁ, das Bellen, das Gebell -
7 ὑλαγμός
ὑλαγ-μός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑλαγμός
-
8 κυν-υλαγμός
κυν-υλαγμός, ὁ, Hundegebell; Stesichor. beim Schol. Il. 21, 575.
-
9 ῥῑγηλός
-
10 υλαγμοίς
-
11 ὑλαγμοῖς
-
12 υλαγμού
-
13 ὑλαγμοῦ
-
14 υλαγμούς
-
15 ὑλαγμούς
-
16 υλαγμώ
-
17 ὑλαγμῷ
-
18 υλαγμόν
-
19 ὑλαγμόν
-
20 ὠρυγή
ὠρῡγή, ἡ,A = ὠρυθμός, Hermesian.7.72 (dub.l.), Erinn. in PSI9.1090.36, Plu.Mar.20, Crass.23, 2.590f; prop. of wolves, Poll.5.86, Anecd.Stud. 104:—[full] ὠρυγμός, ὁ, opp. ὑλαγμός, Ael.NA5.51, Poll. l.c., Longus 2.26 and 30; of a lion, v.l. in Theoc.25.217: and [full] ὤρυγμα, ατος, τό, of the waves, AP6.233 (Maec., pl.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑλαγμός — barking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] … Dictionary of Greek
ὑλαγμοῖς — ὑλαγμός barking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμοῦ — ὑλαγμός barking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμούς — ὑλαγμός barking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμῷ — ὑλαγμός barking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλαγμόν — ὑλαγμός barking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] … Dictionary of Greek
υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek
υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek
υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… … Dictionary of Greek