Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠρυθμός

См. также в других словарях:

  • ὠρυθμός — a howling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • ὠρυθμοῖο — ὠρυθμός a howling masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυθμοῖς — ὠρυθμός a howling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυθμῷ — ὠρυθμός a howling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρύγμασιν — ὠρυθμός a howling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»