-
1 ωρυθμός
-
2 ὠρυθμός
-
3 ὠρῡθμός
-
4 ωρυθμος
-
5 ὠρυθμός
ὠρυθμός, ὁ,A a howling, of dogs,ὠρυθμοῖς ὑλάει Opp.C.4.219
(but distd. fr. ὑλακή 'barking' by Q.S.14.287); of a lion, roaring, Theoc. 25.217 (v.l. ὠρυγμοῖ)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠρυθμός
-
6 ὠρῡθμός
ὠρῡθμός, ὁ, vom Löwen -
7 ωρυθμοίο
-
8 ὠρυθμοῖο
-
9 ωρυθμοίς
-
10 ὠρυθμοῖς
-
11 ωρυθμώ
-
12 ὠρυθμῷ
-
13 ωρύγμασιν
-
14 ὠρύγμασιν
-
15 ώρυγμα
-
16 ὤρυγμα
-
17 ὠρυγή
ὠρῡγή, ἡ,A = ὠρυθμός, Hermesian.7.72 (dub.l.), Erinn. in PSI9.1090.36, Plu.Mar.20, Crass.23, 2.590f; prop. of wolves, Poll.5.86, Anecd.Stud. 104:—[full] ὠρυγμός, ὁ, opp. ὑλαγμός, Ael.NA5.51, Poll. l.c., Longus 2.26 and 30; of a lion, v.l. in Theoc.25.217: and [full] ὤρυγμα, ατος, τό, of the waves, AP6.233 (Maec., pl.).
См. также в других словарях:
ὠρυθμός — a howling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek
ὠρυθμοῖο — ὠρυθμός a howling masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυθμοῖς — ὠρυθμός a howling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρυθμῷ — ὠρυθμός a howling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρύγμασιν — ὠρυθμός a howling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek