-
1 κυν-υλαγμός
κυν-υλαγμός, ὁ, Hundegebell; Stesichor. beim Schol. Il. 21, 575.
-
2 κυνυλαγμός
κυν-υλαγμός, ὁ, Hundegebell
См. также в других словарях:
κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] … Dictionary of Greek