-
1 ὑγρότης
ὑγρό-της, [full] ητος, ἡ, [dialect] Dor. [suff] ὑγρό-τᾱς, ᾱτος, Ti.Locr.100d, 102c: ([etym.] ὑγρός):—A wetness, moisture, either in abstract or concrete sense, fluidity or a fluid, Hp.VM22, Aph.3.24, Pl.Phlb. 32a, Arist.PA 653a33; ὑ. τῆς χειρός dampness (from sweat), Plu.Cat.Ma.20: pl., Arist.GA 760b4, Mete. 352b13.II pliancy, suppleness,ἡ ἐκ τῶν ἄρθρων ὑ. Hp.Art.8
, cf. X. An.5.8.15; τοῦ σώματος, of serpents, Arist.GA 718a30; of bears, Id.HA 594b6;τῆς χειρός Plu.2.67e
.b of a flame, flickering motion, lambency, E.Ph. 1256.2 metaph. of persons, ductility of disposition, the quality of being easily moved,ὑ. τοῦ ἤθους Lycurg.33
, Arist.VV 1250b32;ἕξεως Plu.2.680d
; but ὑ. βίου a voluptuous course of life, Crobyl.4; cf.ὑγρός 11.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρότης
-
2 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
3 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
4 сок
-а (-у), προθτ. о соке, в соку α.1. χυμός•сок дерева ο χυμός του δέντρου•
яблочный сок χυμός μήλου•
апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.
|| το υγρό (έκκριμα)•желудочный сок το γαστρικό υγρό.
2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.3. δεψικό διάλυμα.εκφρ.- и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•выжимать (жать, тянуть, сосать – κ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ). -
5 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
6 жидкость
το υγρότο ρευστόпротивообледенительная - αντιψυκτικό -, разг. το παραφλού (ξεν.)рабочая - λειτουργίας/εργασίαςтормозная - πέ-δης/φρένωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкость
-
7 закачивать
(насосом) παρέχω/εισάγω υγρό (διά της πίεσης/αντλίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закачивать
-
8 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
9 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
10 электрод
физ. το ηλεκτρόδιο, ο ακροδέκτης- зажигания см. пусковой -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электрод
-
11 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
12 сок
сокм ὁ χυμός, τό ζουμί:апельсиновый \сок ὁ χυμός πορτοκαλλιοῦ· желудочный \сок τό γαστρικό ὑγρό· ◊ в полном \соку́ στήν ἀκμή τής'ἡλικίας, ῶριμος· вариться в собственном \соку́ разг τραβιέμαι μόνος μου, ξεροτηγανίζομαι μοναχός μου. -
13 натравочный
επ.χαρακτικός, της χάραξης (με καυστικό υγρό). -
14 огонь
огня α.1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•развести огонь ανάβω φωτιά•
сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•
греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.
|| μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.
|| μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.2. φως•зажечь огонь ανάβω το φως•
погасить огонь σβήνω το φως•
светит огонь φέγγει το φως.
|| πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.
3. (στρατ.) πυρ•огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•
прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•
перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•
сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•
заградительный огонь φραγμός πυρών•
артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•
шквильный огонь καταιγισμός πυρών•
греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•
линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).
εκφρ.в -е:α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•β) στη μάχη•в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•- м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά. -
15 погрузить
ρ.σ.μ.1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•погрузить в воду βυθίζω στο νερό•
погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.
|| κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.
|| μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•
погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.
|| μτφ. απορροφώ;2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•
погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•
погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.
(κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.•погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•
город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•
погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•
погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.
|| επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι. -
16 эфир
-а α.1. παλ. ο αιθέρας (το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας). || ο ατμοσφαιρικός αέρας.2. (χημ.) ο αιθέρας (πτητικό υγρό)•превратить в эфир αιθεροποιώ•
серный или обыкновенный эфир αιθέρας ο αιθυλικός ή θειϊκός ή ο κοινός.
См. также в других словарях:
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
εγκεφαλονωτιαίο υγρό — Υγρό διαφανές και άχρωμο που περιέχεται στην κοιλότητα του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης και παρέχει υποστήριξη και θρέψη στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό. Το ε.υ. εκκρίνεται από τα χοριοειδή πλέγματα των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
λαγός της θάλασσας — Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek