-
1 ορυγμάτων
-
2 ὀρυγμάτων
-
3 στόμιον
στόμιον, τό, dim. von στόμα, kleiner Mund, Oeffnung, z. B. einer Höhle, Aesch. Ch. 796; vgl. Soph. Ant. 1202; Plat. Rep. X, 615 d; τῶν ὀρυγμάτων, Pol. 16, 11, 4; τὰ στόμια = στόμα, Posidipp. bei Ath. IX, 370 (v. 16). – Gebiß am Zaume, δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος, Aesch. Prom. 1011; vgl. τόνδ' οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐϑύνων, 287; στόμια πριονωτά, Ar. bei Poll. 10, 56; χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν, Her. 4, 72; στόμια δέχεσϑαι od. δάκνειν, Valk. Eur. Hipp. 1223; ὦ ψυχὴ χάλυβος λιϑοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Trach. 1251; vgl. ὡς εἴ τις ἐλπίσιν κεναῖς πάρος ἐξῄρετο – στόμια δέχηται τἀμά, El. 1462; χρυσοδαιδάλτους στομίοισι πώλους, Eur. I. A. 219; I. T. 935; sp. D., στομίοις κλεῖϑρα δέχεσϑαι, Bass. 10 (VII, 391).
-
4 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
См. также в других словарях:
ὀρυγμάτων — ὄρυγμα excavation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωορυχομετρία — η η τεχνική τών καταμετρήσεων και απεικονίσεων τών ορυγμάτων σε βάθος (π. χ. τών κάθε φύσεως ορυχείων) και τών σηράγγων που ανοίγονται για συγκοινωνιακά και υδραυλικά έργα … Dictionary of Greek
λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek