-
1 υγιως
-
2 υγιώς
-
3 ὑγιῶς
-
4 ὑγιῶς
D0-0-0-1-0=1 Prv 31,8soundly, fairly -
5 ὑγιής
ὑγιής, ές, gesund, wohlauf, munter, bei voller Kraft; des Leibes, τὸ ὑγιὲς τοῦ σώματος, im Ggstz von νοσοῦν, Plat. Conv. 186 b, u. öfter; auch Ggstz σαϑρός, Theaet. 179 d; ὑγιέα ἀποδέξαι, ποιεῖν τινα, gesund machen, Her. 3, 130. 133; σῶν καὶ ὑγιᾶ καταστήσειν, Thuc. 3, 34; – von der Seele; Hom., μῦϑος, ein heilsames od. verständiges Wort, Il. 8, 524; λόγος, βούλευμα, Her. 1, 8. 6, 100; ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐλεύϑερον φρονῶν, Soph. Phil. 994; τὰς πρὶν φρένας οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, Eur. Bacch. 946; μηδὲν ὑγιὲς λέγειν, nichts Gesundes, Vernünftiges sagen, Phoen. 209, u. öfter, wie Ar. Th. 636; ὑγιὲς οὐδέν, Ach. 920; Th. 394 u. öfter; u. in Prosa: ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων, Thuc. 3, 75, vgl. 4, 22; πιστὸς καὶ ὑγιής, Plat. Legg. I, 630 b; ἐπ' οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ' ἀληϑεῖ, Rep. X, 603 b; μηδὲν ὑγιὲς λέγοντες μηδὲ ἀληϑές, Phaedr. 242 e; εἴ τι νῦν ἡμεῖς ὑγιὲς λέγομεν, Theaet. 194 b, u. öfter; auch adv., εἰ μέλλει ὑγιῶς κρίνειν τὰ δίκαια, Rep. III, 409 a; Folgde; οὐχ' ὑγιές ἐστι τὸ λεγόμενον, Pol. 9, 22, 10; adv., πάντα ταῦτα ὑγιῶς καὶ ἁπλῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι, Dem. 18, 298. – Ein unregelmäßiger Comparativ ὑγιώτερος wird im E. M. aus Sophron citirt.
-
6 здорово
здо/ рово 1επίρ. (απλ.)1. πολύ• γερά, δυνατά•они вчера здорово выпили αυτοί χτες ήπιαν πολύ•
мы здорово проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ.
2. καλά, έντεχνα• επιτήδεια•здорово сделано είναι καλοφτιαγμένο.
здоро/во 2επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)•здорово земляк γεια σου πατριώτη•
здорово ребята γεια σας παιδιά.
εκφρ.здорово жившь (живте)! – (απλ.) γεια σου (σας)! (за) здорово жившь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθούμενα.здоро/во 3επίρ.υγιώς. || ως κατηγ. είναι καλό για την υγεία•это для вас здорово αυτό είναι ωφέλιμο για την υγεία σας•
детям здорово спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να. κοιμούνται στο ύπαιθρο.
-
7 здраво
επίρ.υγιώς, υγιεινώς. || ορθώς -ά, σωστά. -
8 здравомыслящий
επ. ο υγιώς σκεπτόμενος, λογικός, γνωστικός. -
9 εὐεκτός
εὐεκτ-ός, όν,A = εὐέκτης, Sch.E.Hipp. 109 ([comp] Comp.). Adv. - τῶς, gloss on λίπα, Sch.DIl.10.577, Zonar., prob. for εὐκτεῶς, = ὑγιῶς, Hsch. (cf. εὐεστότερος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκτός
-
10 φιλοσοφέω
Aπεφιλοσόφηκα X.Cyr.6.1.41
, D.48.49:—love knowledge, pursue it, φιλοσοφέων γῆν πολλὴν.. ἐπελήλυθας (sc. Solon) Hdt. 1.30;φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας Th.2.40
;φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε τί.. Isoc.8.116
, cf. 12.236;θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γάρ Pl.Smp. 204a
; ὑπέλαβον φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν, says Socrates, Id.Ap. 28e;φ. περὶ τῆς ἀληθείας Arist.Metaph. 983b2
;περὶ τοὺς ποιητάς Isoc.15.45
, cf. Arist.Pol. 1279b13;ὑπέρ τινος Luc. Am.31
;διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι.. ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Arist.Metaph. 982b12
;φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν.. εἴτε χρὴ φιλοσοφεῖν εἴτε καὶ μή Id.Fr.51
;φ. γνησίως τε καὶ ἱκανῶς Pl.R. 473d
; ;καθαρῶς τε καὶ δικαίως Id.Sph. 253e
; ; .b in bad sense, quibble,περί τινος Lys.8.11
.2 teach philosophy,οἱ παιδεύοντες καὶ φιλοσοφοῦντες Isoc.3.9
, cf. Plu. 2.192a; νουθετεῖς καὶ φιλοσοφεῖς you are lecturing me, ib.69b.3 lead a wellregulated life, Gal.5.462.II c. acc., discuss, investigate, study,μελετᾶν καὶ φ. τι Isoc.8.5
; φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν δι' ἧς .. pursue a philosophy.., X.Mem.4.2.23; φιλοσοφίαν καινὴν.. οὗτος φ. (sc. Zeno) Philem.85;τὴν πολιτικὴν φ. Arist.EN 1152b2
;πρὸς τὴν ὀλιγοσιτίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ νομοθέτης Id.Pol. 1272a22
;φ. τὰ Στωικά S.E.P. 1.235
;τὰ τοῦ βίου πράγματα D.H.Rh.11.2
; treat scientifically,θαλάσσας Philostr.VA4.24
; metaph., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα painting represents truly, Philostr.Im.1.3:—[voice] Pass., to be examined scientifically, Plu.Caes.59; subjects of speculation,Cic.
Fam.11.27.5, Philostr.VS1 Prooem., D.L.4.49.2 generally, study, work at a thing,φ. λόγον Isoc.4.6
;ὅσοι φιλοσοφοῦντες ἐκμοχθοῦσί τι Trag.Adesp.522
.3 devise ingeniously, contrive, φ. τοῦτο, ὅπως .. Lys.24.10, Isoc.15.121, Men.242; οὕτω πεφιλοσόφηκεν ὥστε .. D. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφέω
-
11 ἵστημι
ἵστημι (cf. ἱστάω, ἱστάνω),I causal, make to stand, imper.ἵστη Il.21.313
, E.Supp. 1230,καθ-ίστα Il.9.202
: [tense] impf. ἵστην, [dialect] Ep.ἵστασκε Od.19.574
; [ per.] 3pl.ἵσταν B.10.112
: [tense] fut. στήσω, [dialect] Dor.στᾱσῶ Theoc.5.54
: [tense] aor. 1 ἔστησα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: [tense] pf.ἕστᾰκα Cerc.3
, ([etym.] καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), ([etym.] περι-) Pl.Ax. 370d, ([etym.] ἀφ-) LXXJe.16.5, ([etym.] παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., ([etym.] συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, ([etym.] δι-) Arist.Vent. 973a18, ([etym.] ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.II intr., stand,1 [voice] Act., [tense] aor. 2 ἔστην, [dialect] Ep.στάσκον Il.3.217
; [ per.] 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, [dialect] Dor.στᾶθι Sapph.29
, Theoc.23.38; subj. στῶ, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; [ per.] 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231,στείομεν 15.297
; opt. σταῖεν, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.σταίησαν 17.733
; inf. στῆναι, [dialect] Ep.στήμεναι 17.167
, Od.5.414, [dialect] Dor.στᾶμεν Pi.P.4.2
; part. στάς: [tense] pf. ἕστηκα: [tense] plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF 925, Ar.Av. 513, Th.1.89, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἑστήκεε Hdt. 7.152
:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the [tense] pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper.ἕστᾰθι Aristomen. 5
; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, [dialect] Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι ( ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς ( ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men. 93d, Lg. 802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16,εἱστηκότα IG12.374.179
), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. , Tht. 183e, SIG 1234 ([place name] Lycia), etc., ([etym.] καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), ([etym.] ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), ([etym.] παρ-) Ar.Eq. 564 (- ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; [dialect] Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; [dialect] Ep. ; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian. 134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also [tense] plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late [tense] pres. ἑστήκω, formed from [tense] pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, [tense] fut.ἑστήξω Hom. Epigr.15.14
, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25,ἑστήξομαι X.Cyn.10.9
codd.2 [voice] Pass., ἵσταμαι: imper. , , Ar.Ec. 737: [tense] impf. ἱστάμην: [tense] fut.στᾰθήσομαι And.3.34
, Aeschin. 3.103: more freq.στήσομαι Il.20.90
, etc.: [tense] aor.ἐστάθην Od.17.463
, etc.; rarely ἔστην, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. (Argos, v B.C.): [tense] pf. ἕσταμαι ([etym.] δι-) v.l. in Pl.Ti. 81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- ([tense] aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. [tense] pres. and [tense] pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)A Causal, make to stand, set up,πελέκεας ἑξείης Od.19.574
; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v.ἱστός 1
and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς.. κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96;ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13
;ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp. 1230
; ;ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27
; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant. 145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc.,ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110
; ;τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150
, cf.IG22.1457.26;τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7
; ;τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69
; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in [tense] pf., stand,οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141
:—[voice] Pass.,σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr. 236b
;σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33
).II set, place, of things or persons,τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435
, etc.; , etc.; fix,τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10
; esp. set men in order or array,πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298
, cf. 2.525, etc.;στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25
, etc.III bring to a standstill, stay, check,λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433
; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188;βᾶριν Iamb.Myst.6.5
; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5;ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra. 437b
, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib. 437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd. 118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9;στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6
: esp. in Medic.,ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20
; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1;αἱμορραγίας Dsc.1.129
: abs., Arist.HA 605a29:—[voice] Med.,ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19
( Hermes 53.65).2 set on foot, stir up,κονίης.. ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336
;ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313
;νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405
, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314;ἔριν στήσαντες 16.292
(so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in [voice] Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib. 533, Od.9.54;πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9
.β', 175, 236; soἱστάναι βοήν A.Ch. 885
; ([voice] Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph. 1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT 699, E.IA 788(lyr.).3 set up, appoint,τινὰ βασιλέα Hdt.1.97
; , cf. OC 1041, Ant. 666:—[voice] Med.,ἐστάσαντο τύραννον Alc.37
A;φύλακας στησόμεθα Pl.R. 484d
:—[voice] Pass.,ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105
, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (soστήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35
; ); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58;κτερίσματα S.El. 433
;χορούς B.10.112
, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—[voice] Pass.,ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58
.5 = Lat. statuere, determine,γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68
;διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21
(Aug.):—[voice] Pass.,τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27
(Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).6 fix by agreement,ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1
(i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.);τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15
(iii A.D.).IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7;ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21
, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—[voice] Pass.,ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15
; weighed,IG
11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).B [voice] Pass. and intr. tenses of [voice] Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97;ἄντα τινός 17.30
;ἐς μέσσον Od.17.447
;σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130
; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances,ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173
: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, , etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj. 1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr. 1271 (anap.);ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj. 200
(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr. 1145, OT 1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj. 102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.2 take up an intellectual attitude,ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.
; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.3 in pregnant sense,στῆναι ἐς.. Hdt.9.21
;στ. ἐς δίκην E.IT 962
;στ. παρά τινα Il.24.169
(but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp. 987 (lyr.);στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or. 1251
:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; S.Ph. 277.II stand still, halt,ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348
, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R. 436c, etc.;κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97
; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA 588a8: c. part.,οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10
; come to a stop, rest satisfied,ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr. 423
;οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2
: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr. 43a37, al.;οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8
; alsoἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8
,al.2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23;τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3
; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA 776a35, EN 1104a4, Metaph. 1047a15; (Delph., ii B.C.);λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9
;τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.
(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10
; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age,ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg. 802c
; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.III to be set up or upright, stand up, rise up,κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55
;ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359
, cf. A.Th. 564(lyr.), Pl. Ion 535c, etc.;κονίη ἵστατο Il.2.151
;ἵστατο κῦμα 21.240
; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT 143.2 to be set up, erected, or built,στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435
;ἕστακε τροπαῖον A. Th. 954
(lyr.); , etc.; v. supr. A.11.3 generally, arise, begin,ἵστατο νεῖκος Il.13.333
; cf. A. 111.2.4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op. 780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67;σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr. 242a
. -
12 ὑγιής
Aὑγιέα Hdt.1.8
, etc. (ὑγιᾶ, v.l. ὑγιέα, Hp.Art.33); [dialect] Att.ὑγιᾶ Th.3.34
, Pl.Chrm. 155e, al., X.Mem.4.3.13; alsoὑγιῆ IG22.1673.42
, 42(1).121.38,60,85, 122.109 (Epid., iv B. C.), Pl.Phd. 89d, Lg. 857e, cf. IG 14.1014 (ii A. D.), erroneously called un-Attic by Moer.p.375 P., Thom.Mag.p.365 R.: dual : neut. pl.ὑγιᾶ IG22.120.59
, Thom.Mag. l.c., but ὑγιῆ in Pl.Lg. 684c, 735b, and freq. in [dialect] Att. inscrr., IG22.120.52, 1541.8, etc.; acc. pl. masc. ὑγιᾶς ib. 12.74.20; but ὑγιεῖς ib.42(1).121.36 (Epid., iv B. C.), 12(5).572.13 (Ceos, iii B. C.), and as fem., E.Ba. 948; gen. :— [comp] Comp.ὑγιέστερος Epich.154
(with v.l. ὑγιώστερον), [comp] Sup. ; irreg. [comp] Comp. ὑγιώτερος in Sophr.34, prob. cj. in Epich. l.c.:—healthy, sound in body, ὑγιέα ποιέειν or ἀποδέξαι τινά restore him to health, make him sound, Hdt.3.130, 134;ὑγιῆ σώματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Lg. 684c
; τὸ ὑ. τοῦ σώματος, opp. τὸ νοσοῦν, Id.Smp. 186b, cf. X.Mem.1.3.13; πόλις (opp. φλεγμαίνουσα) Pl.R. 372e: prov., ὑγιέστερος κολοκύντας or ὄμφακος 'sound as a bell', Epich. l.c., Phot.; ὑγιέστερος κροτῶνος orΚρότωνος Men.318
, cf. Str. 6.1.12.2 of one's case or condition, σῶς καὶ ὑ. safe and sound, Hdt.4.76, Th.3.34.3 of things, safe and sound, in good case, of the Hermae, Lys.6.12; of ships, Th.8.107;κόσμος X.Mem.4.3.13
;τὸ ἔδαφος καὶ οἱ τοῖχοι Arist.Mir. 842a33
;σῶν καὶ ὑγιὲς μένειν Pl.Ti. 82b
; in good condition, unbroken, πίθοι, κώθων, λίθος, IG12.326.7, 42(1).121.85 (Epid., iv B. C.), 7.3073.32 (Lebad., ii B. C.); πίθοι ὑ., opp. ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Pl.Grg. 493e, cf. Cra. 440c, Men. 77a (v. infr. 111.1);ἱμάτια POxy.530.20
(ii A. D.); μύλος ὑ. καὶ ἀσινής ib.278.18 (i A. D.).II sound in mind, Simon.5.4, etc.;φρένες ὑγιεῖς E.Ba. 948
; virtuous, Pl.Phd. 89d; , etc.;ὡς ὑγιεστάτη ψυχή Id.Grg. 526d
; as a complimentary epithet,ὑγιέστατον ἀνθύπατον OGI568.6
(Tlos, iii A.D.).2 of words, opinions, and the like , sound, wholesome, wise, μῦθος ὃς.. νῦν ὑγιής the word which is now fitting, Il.8.524 (the only place where any of this family of words occurs in Hom.);ὑ. δόξαι Pl.R. 584e
;εἴ τι ὑ. διανοοῦνται Th.4.22
, cf. Pl.Tht. 194b;χεῖρας καὶ γνώμην καθαροὶ καὶ ὑγιεῖς IG12(1).789.5
(Lindus, ii A. D.).3 freq. with a neg.,λόγος οὐκ ὑ. Hdt.1.8
;οὐδὲν ὑ. βούλευμα Id.6.100
; so in Trag. and [dialect] Att.,ὦ μηδὲν ὑ. μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν S.Ph. 1006
;ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑ. E.Andr. 448
;οὐδὲν ὑ. διανοουμένων Th.3.75
;μηδὲν ὑ. λέγειν E.Ph. 201
, cf. Ar. Th. 636, Pl. 274, etc.; φέρειν, ἀσκεῖν, Id.Ach. 956, Pl.50;οὐδὲν ὑ. οὐδ' ἀληθὲς ἔχειν Pl.Phd. 69b
: also of persons,τὰς οὐδὲν ὑγιές Ar.Th. 394
;πανοῦργον, ἄδικον, ὑγιὲς μηδὲ ἕν Id.Pl.37
: c. gen., οὐδ' ἦν ἄρ' ὑ. οὐδὲν ἐμπύρου φλογός there is nothing sound or good in it, E.Hel. 746;φεῦ· ὡς οὐδὲν ἀτεχνῶς ὑ. ἐστιν οὐδενός Ar.Pl. 362
, cf. 870, Pl.Phd. 90c, Grg. 524e, R. 584a, D.18.23, etc.;οὐχ ὑ. οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων E.Ba. 262
, cf. Cyc. 259; , cf. Lys.9.4.4 logically sound,τὸ ὑ. συνημμένον S.E.M.8.118
;ὑ. ἀπόδειξις Id.P.1.116
, cf. Arr.Epict.2.1.4.III neut. as Adv., ὑγιὲς φθέγγεσθαι ring sound and clear, opp. σαθρόν, Pl.Tht. 179d: also in phraseἐξ ὑγιοῦς, φροντίζειν ὅπως καὶ τἆλλα γένηται.. ἐξ ὑ.
correctly, in order,PTeb.
27.60 (ii B. C.); οὐκ ἐξ ὑ. τὰς κτήσεις ποιοῦσιν, i. e. dishonestly, Vett.Val.90.32.2 regul. Adv. ὑγιῶς, healthily,διάγειν Ath.2.46f
; soundly, κρίνειν, φιλοσοφεῖν, Pl.R. 409a, 619d;ὑ. πεπολίτευμαι D.18.298
;ὑ. ἀπαγγεῖλαι Plot.4.4.19
; ὑ. καὶ πιστῶς honourably and faithfully, freq. in Pap., POxy.1031.18 (iii A. D.), etc. (Prob. from ὑ-, cf. Skt. su- 'well', and -γιη-, I.-E. γυιψē cf. guiyō in βιῶναι.) -
13 Healthily
adv.P. ὑγιεινῶς, ὑγιῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Healthily
-
14 Morbidly
adv.P. οὐχ ὑγιῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Morbidly
-
15 Soundly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Soundly
См. также в других словарях:
υγιώς — ὑγιῶς ΝΜΑ βλ. υγιής … Dictionary of Greek
ὑγιῶς — ὑγιής healthy adverbial (attic epic doric) ὑγιόω pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… … Dictionary of Greek
несъдравыи — (8*) пр. Нездоровый: въ тьмьници бывъ... имь же и сырище ѥмѹ бѣ несъдраво и немощьно. ЖФСт XII, 133; тихъ и тѣломь нездравъ. и кротокъ. ПрЛ XIII, 113а; ˫ако же и сырище нездраво блюеть ˫адъ смердѧщь. тако же и ѹста гнѣвливаго кидають словеса зла … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
υγιηρός — ά, όν, Α 1. ωφέλιμος στην υγεία, υγιεινός 2. (για πρόσ.) υγιής. επίρρ... ὑγιηρῶς Α με υγεία, υγιώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το νοσ ηρός] … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
ԱՌՈՂՋԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0310 Chronological Sequence: 5c, 8c մ. ὐγιῶς, ὐγιεινῶς sicut sanus, salubriter Առողջութեամբ, եւ Առողջմտութեամբ. առողջարար կամ փրկարար օրինակաւ. *Առողջաբար ունել (այսինքն կեալ), կամ քաղցնուլ, կամ բուռն հարկանել, կամ խորհել. Առ որս. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՂՋԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0512 Chronological Sequence: 6c մ. ὐγιῶς sane, integre. Ամբողջապէս. ամենայն մասամբք. տե՛ս եւ ՈՂՋԱՊԷՍ. *Զոր եւ ամենա՛յնն կոչեաց ողջաբար. քանզի ըստ մասինն՝ անկատար ելով՝ ո՛չ է ամենայն. Փիլ. այլաբ.: *Ոչ երբէք սահման ողջաբար ունելով, երբեմն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՂՋԱԽՈՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0512 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c մ. σωφρόνως modeste, prudenter ὐγιῶς integre, sane. Որպէս ողջախոհ. ողջմտութեամբ. իմաստութեամբ. զգօնութեամբ. զգաստութեամբ. *Ողջախոհաբար եւ սրբաշնապէս վերաթռուցեալս: Խորհէին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)