Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑγιῶς

См. также в других словарях:

  • υγιώς — ὑγιῶς ΝΜΑ βλ. υγιής …   Dictionary of Greek

  • ὑγιῶς — ὑγιής healthy adverbial (attic epic doric) ὑγιόω pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

  • несъдравыи — (8*) пр. Нездоровый: въ тьмьници бывъ... имь же и сырище ѥмѹ бѣ несъдраво и немощьно. ЖФСт XII, 133; тихъ и тѣломь нездравъ. и кротокъ. ПрЛ XIII, 113а; ˫ако же и сырище нездраво блюеть ˫адъ смердѧщь. тако же и ѹста гнѣвливаго кидають словеса зла …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • υγιηρός — ά, όν, Α 1. ωφέλιμος στην υγεία, υγιεινός 2. (για πρόσ.) υγιής. επίρρ... ὑγιηρῶς Α με υγεία, υγιώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής, αναλογικά προς το νοσ ηρός] …   Dictionary of Greek

  • αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌՈՂՋԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0310 Chronological Sequence: 5c, 8c մ. ὐγιῶς, ὐγιεινῶς sicut sanus, salubriter Առողջութեամբ, եւ Առողջմտութեամբ. առողջարար կամ փրկարար օրինակաւ. *Առողջաբար ունել (այսինքն կեալ), կամ քաղցնուլ, կամ բուռն հարկանել, կամ խորհել. Առ որս. ՟Ժ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՂՋԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0512 Chronological Sequence: 6c մ. ὐγιῶς sane, integre. Ամբողջապէս. ամենայն մասամբք. տե՛ս եւ ՈՂՋԱՊԷՍ. *Զոր եւ ամենա՛յնն կոչեաց ողջաբար. քանզի ըստ մասինն՝ անկատար ելով՝ ո՛չ է ամենայն. Փիլ. այլաբ.: *Ոչ երբէք սահման ողջաբար ունելով, երբեմն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՂՋԱԽՈՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0512 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c մ. σωφρόνως modeste, prudenter ὐγιῶς integre, sane. Որպէս ողջախոհ. ողջմտութեամբ. իմաստութեամբ. զգօնութեամբ. զգաստութեամբ. *Ողջախոհաբար եւ սրբաշնապէս վերաթռուցեալս: Խորհէին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»