-
1 μνημειον
ион. μνημήϊον, дор. μνᾱμήϊον τό1) тж. pl. память, воспоминание, тж. памятник, след(μ. τινος ἐν τῇ ψυχῇ ἔχειν Plat.)
μνημήϊα λιπέσθαι Her. — оставить (по себе) память;μνημεῖά θ΄ ὅρκων μαρτύρημά θ΄ Ἑλλάδι Eur. — в память о клятвенном союзе и как свидетельство для (всей) Эллады;μνημεῖα κακῶν τε κὰγαθῶν ἀΐδια Thuc. — непреходящие доказательства дурных и добрых дел2) надгробный памятник(τινος ἐν τῇ ἀγορᾷ Thuc.)
3) могила4) свежесть памяти, сила воспоминанияθαυμαστὸν ἔχειν μ. Plat. — удивительно хорошо запоминаться
-
2 περαω
I(fut. περάσω с ᾱ - эп. περήσω, aor. ἐπέρᾱσα - эп. ἐπέρησα и πέρησα, pf. πεπέρᾱκα)1) переезжать, переплывать, проплывать, направляться(δι΄ Ὠκεανοῖο, θάλασσαν Hom.; διὰ πόρον Aesch.; ὕδωρ Hes.; πέλαγος Αἰγαῖον Soph.)
2) переходить, проходить, проникать, входить(διὰ στέρνοιο HH.; διὰ Κυανέας ἀκτάς, πόλεις, δόμους, Δελφούς Eur.; ποτὴ Φᾶσιν Pind.)
π. ὀστέον εἴσω Hom. — вонзиться в кость;π. ὀδόντας Hom. — пробивать зубы;κίνδυνον π. Aesch. — пройти сквозь опасность;φύλακας π. Her. — (незаметно) миновать стражу;π. ἄστυ Aesch. — пройти (через) город;τάφρος ἀργαλέη περάαν Hom. — труднопроходимый ров;π. πλοῦν Xen. — совершать морское путешествие;ἐπιπόνως διὰ γήρως π. Xen. — проводить старость в тяжелом труде;εὐδαίμων π. Xen. — (про)жить счастливо3) выходить, переступать(δωμάτων ἔξω Soph.; τέν ἡβητικέν ἡλικίαν Xen.)
π. τέρμα τοῦ βίου Soph. — переступить пределы жизни, т.е. умереть;π. θυμοῦ Soph. — перестать сердиться;ὑπὸ σκηνῆς πόδα π. Soph. — выходить из шатра4) пропускатьπ. κατὰ δειρῆς HH. — пропускать сквозь горло, т.е. глотать, есть
5) преступать, нарушать(ὅρκων μηδέν Aesch.)
6) переступать дозволенные пределы, заходить слишком далекоπερᾷς γάρ, περᾷς Soph. — ты заходишь слишком далеко, т.е. не знаешь меры
II(fut. περάσω с ᾰ; aor. ἐπέρᾰσα, ἐπέρασσα и πέρᾰσα; inf. fut. περάᾱν с ρᾰ; part. pf. pass. πεπερημένος) продавать в рабство(τινα Λῆμνον и ἐς Λῆμνον, πρὸς δώματα, ἐπὴ νήσων, κατ΄ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Hom.)
-
3 περιερχομαι
(fut. περιελεύσομαι, aor. 2 περιῆλθον, pf. περιελήλυθα)1) ходить вокруг, обходить(τέν ἀγοράν Dem.; κατὰ τέν ἀγοράν Arph.; τὰς οἰκίας NT.)
2) проходить(ἀπέραντον ὁδόν Plat.; στάδια χίλια Arph.)
3) доходить, достигатьτὸν περὴ κτύπος ἦλθε ποδοῖ΄ιν Hom. — до него донесся топот ног;
Κύκλωπα περὴ φρένας ἤλυθεν οἶνος Hom. — вино ударило Киклопу в голову4) окружать(τοὺς πολεμίους Plut.)
5) перен. обходить, перехитрять(τινα σοφίῃ Her.; τινα ἀπάτης καὴ ὅρκων Plut.)
6) (вновь) приходить, переходить, возвращаться(αὖτις ἐς τυραννίδας Her.)
ἥ ἡγεμονίη περιῆλθε ἐς τὸ γένος τοῦ Κροίσου Her. — власть перешла к роду Креза;ἐς φθίσιν περιῆλθε ἥ νοῦσος Her. — болезнь перешла в чахотку7) захватывать, постигать(Πανιώνιον οὕτω περιῆλθε ἥ τίσις Her.)
8) ( о времени) проходить, протекать(ἐπεὴ δὲ περιῆλθεν ὅ ἑνιαυτός Xen.)
-
4 προδοτης
προδότην γενέσθαι πατρίδος Eur. — изменить отечеству;
π. τῶν ὅρκων Lys. — клятвопреступник;ὅ ἐν λέχει π. Eur. — нарушитель супружеской верности -
5 χαρις
1) прелесть, изящество, красота, привлекательность(κάλλος καὴ χ. Hom.; εὐμόρφων κολοσσῶν Aesch.; χάριτες Ἀφροδίτης Eur.; ἥ τῶν λόγων χ. Dem.)
μετὰ χαρίτων Thuc. — с изяществом2) слава(παλαιὰ χ., Ἐρεχθειδᾶν χάριτες Pind.)
3) благосклонность, любезность, благожелательность, благоволение, расположение, милостьχ. τινός Hes., Thuc. — симпатия к кому-л.;
μετὰ χάριτος Polyb. — благосклонно;ἐν χάριτί τινι ποιεῖν τι Plat. — сделать что-л. из расположения к кому-л.;οὐ πρὸς χάριν λέγειν Plat. — говорить не из желания угодить;εἰ δέ τις μείζων χ. Aesch. — если вы предпочитаете;πρὸς χάριν τινός Soph. — в пользу чего-л., ради чего-л.;ἐν χάριτι κρίνειν τινά Theocr. — судить в пользу кого-л., т.е. быть в своем суждении пристрастным к кому-л.;οὐκ ἀνάγκῃ, ἀλλὰ χάριτος ἕνεκα Xen. — не по принуждению, а по внутреннему влечению (добровольно)4) благодеяние, милость, услуга, одолжение(χάριν φέρειν τινί Hom. и εἴς τινα Eur., тж. χάριν τινὴ θέσθαι Aesch., Her., προσθέσθαι или παρασχεῖν Soph.)
χ. ἀντὴ χάριτος ἐλθέτω Eur. — услугой нужно платить за услугу;οὐδὲν εἰς χάριν πράσσειν Soph. — не оказать никакого благодеяния5) радость, наслаждение, блаженство(χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων Pind.)
οὐδεμίαν τινὴ χάριν ἔχειν Arph. — не находить никакого удовольствия в чем-л.;ὕπνου φέρειν χάριν Eur. — наслаждаться сном6) почитание, честь, уважение(τιμή τε καὴ χ. Plat.)
θανόντι χάριν πέμπειν Aesch. — воздавать почести усопшему;ἐν χάριτι καὴ δορεᾷ λαμβάνειν τι Polyb. — получить что-л. в виде почетного дара;ὅρκων χ. Eur. — уважение к (данным) клятвам7) благодарность, признательность(δοῦναι χάριν ἀντί τινος Hom.)
τοῖς οὖν θεοῖς χ. ὅτι … Xen. — благодарение богам, что …;ὀφεῖλαι πολλέν χάριν τινί Soph. — быть глубоко обязанным кому-л.;χάριν ἀμείβειν τινός Aesch. — отблагодарить за что-л.;8) награда, вознаграждение Aesch., Soph., Plat., Plut.9) благодать NT. - см. тж. χάριν См. χαριν
См. также в других словарях:
ὁρκῶν — ὁρκόω make pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὁρκόω make pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὁρκόω make pres part act masc nom sg ὁρκόω make pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρκων — Ὅρκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρκων — ὅρκος the object by which one swears masc gen pl ὁρκόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὁρκόω make imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
ανιερώ — ἀνιερῶ ( όω) (Α) [ανίερος] (για ανθρώπους που επικαλούνται την οργή των θεών στον εαυτό τους ή σε άλλους σε περίπτωση παράβασης πίστης ή όρκων) αφιερώνω, προσφέρω αναθήματα … Dictionary of Greek
επώμοτος — ἐπώμοτος, ον (Α) 1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.) 2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» έχοντας τον Δία ως μάρτυρα τού όρκου μου, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *… … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek