Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περιέρχομαι

См. также в других словарях:

  • περιέρχομαι — περϊέρχομαι , περιέρχομαι go round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέρχομαι — περιέρχομαι, περιήλθα βλ. πίν. 214 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιέρχομαι — ΝΜΑ 1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.) 2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» …   Dictionary of Greek

  • περιέρχομ' — περϊέρχομαι , περιέρχομαι go round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περελθόντες — περιέρχομαι go round aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέρχεσθον — περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres imperat mp 2nd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres ind mp 3rd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres ind mp 2nd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round imperf ind mp 2nd dual (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • περιέλθετε — περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor subj act 2nd pl (epic) περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor imperat act 2nd pl περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέλθηι — περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj mid 2nd sg περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj act 3rd sg περϊέλθῃ , περιέρχομαι go round aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»