Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄχθῳ

См. также в других словарях:

  • οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • ὀχθῶ — ὀχθέω to be sorely angered pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχθέω to be sorely angered pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθῳ — ὄχθος eminence masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθωι — ὄχθῳ , ὄχθος eminence masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχθίζω — ὀχθίζω (Α) οχθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. τού ὀχθῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… …   Dictionary of Greek

  • προσοχθώ — έω, Μ προσοχθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχθῶ «δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • όχθησις — ὄχθησις, ἡ (Α) [οχθώ] (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος, τάραχος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»