Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄφις

См. также в других словарях:

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

  • Ὄφις — Ὄφῑς , Ὄφις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ὄφις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφις — ὄφῑς , ὄφις serpent masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄφις serpent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφίς — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * το 1. δωμάτιο υπηρεσίας 2. μικρός διάδρομος που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Φόρεϊν Όφις — το, Ν άκλ. το αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Foreign Office] …   Dictionary of Greek

  • ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Φόρεϊν όφις — το άκλ. (λ. αγγλ.), το υπουργείο των Eξωτερικών του Hνωμένου Bασιλείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄφει — Ὄφις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Ὄφεϊ , Ὄφις fem dat sg (epic) Ὄφις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφει — ὄφις serpent masc nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) ὄφεϊ , ὄφις serpent masc dat sg (epic doric ionic) ὄφις serpent masc dat sg (attic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄφεις — Ὄφις fem nom/voc pl (attic epic) Ὄφις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄφεις — ὄφις serpent masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) ὄφις serpent masc nom/acc pl (attic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»