Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄρνυσϑ

См. также в других словарях:

  • ὄρνυσθ' — ὄρνῡσθα , ὄρνυμι ṛṇóti pres ind act 2nd sg (epic) ὄρνυσθε , ὄρνυμι ṛṇóti pres imperat mp 2nd pl ὄρνυσθε , ὄρνυμι ṛṇóti pres ind mp 2nd pl ὄρνυσθαι , ὄρνυμι ṛṇóti pres inf mp ὄρνυσθε , ὄρνυμι ṛṇóti imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»