-
1 οργάναν
-
2 ὀργάναν
См. также в других словарях:
ὀργάναν — ὀργάνᾱν , ὄργανος working fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) … Dictionary of Greek