Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄνᾱσις

См. также в других словарях:

  • όνασις — ὄνασις, ἡ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. όνησις …   Dictionary of Greek

  • ὄνασις — ὄνᾱσις , ὄνησις use fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» …   Dictionary of Greek

  • κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …   Dictionary of Greek

  • ονασίσιτος — ὀνασίσιτος (Α) ο ωφέλιμος στον επισιτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνασις, δωρ. τ. τού ὄνησις + σῖτος, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»