Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄνηαρ

См. также в других словарях:

  • όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… …   Dictionary of Greek

  • nā-1 —     nā 1     English meaning: to help, be of use     Deutsche Übersetzung: “helfen, nũtzen”     Material: O.Ind. nü tha n. “help”, m. ‘schũtzer”, nü tha tē “fleht”; Gk. ὀ νί νη μι, νᾰ μεν “nũtze”, Fut. ὀ νή σω, Med. ὀ νί νᾰ μαι, Aor.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»