Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀνάτωρ

См. также в других словарях:

  • ονάτωρ — ὀνάτωρ, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ονήτωρ …   Dictionary of Greek

  • ὀνάτωρ — ὀνά̱τωρ , ὀνήτωρ beneficial masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονήτωρ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. 2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»