-
101 ασαφης
21) неясный(σημεῖα Thuc.; τὰ λεγόμενα Plat., Polyb.; ἴχνη Xen.; φωναί Arst.; ὄγκος ἀ. καὴ ἄσημος Plut.)
2) непонятно говорящий(διδάσκαλος Plat.)
3) мешающий ясно видеть, темный(νύξ Xen.)
-
102 διαρμα
- ατος [διαίρω] τό1) подъем(ὄγκος καὴ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.)
2) переезд(δ. πελάγιον, Polyb.)
-
103 δυσογκος
-
104 ελασσων
ἔλασσον, атт. ἐλάττων, ἔλαττον, gen. ονος [compar. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] (superl. ἐλάχιστος)1) (тж. ἐ. τὸ μέγεθος Arst.) меньший(ἐξ ἐλάττονος ὄντος μεῖζον γίγνεται Plat.; γῆς ὄγκος ἐ. ἄστρων ἐνίων Arst.)
οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Her. — числом не менее четырехсот;δι΄ ἐλάσσονος Thuc. — на меньшем расстоянии;ἐλάχιστοι τὸν ἀριθμόν Arst. — наименее многочисленные;οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. — величайшее преступление2) низший, более слабый, тж. худший, уступающий(τινί Dem.)
περὴ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι Her. и παρ΄ ἔλαττον ἡγεῖσθαι Plat. — невысоко ставить ( или ценить), относиться с пренебрежением;οὐδενὸς ἐ. Arph. — никому не уступающий;ἐν ἐλάττονι τίθεσθαι Polyb. — быть в пренебрежении;ἐ. τοῦ φθονεῖσθαι Plut. — не стоящий зависти;ἐλάττους τῶν σιτίων γίγνεσθαι Xen. — становиться чревоугодниками - см. тж. ἔλασσον -
105 εξανοιδεω
-
106 ευογκος
21) (довольно) крупный, массивный Arst.2) умеренной величины, не слишком большой(ἀναθήματα Plut.)
3) веский, важный Arst. -
107 κυκλοτερης
21) кругом обточенный, шаровидный(ἥ γῆ Her.; ὅ ὄγκος τῆς γῆς Arst.)
2) круглый(πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.)
κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. — он согнул в круг, т.е. сильно натянул огромный лук -
108 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
109 λοφωδης
-
110 ξυστελλω
(aor. συνέστειλα, pf. συνέσταλκα; pass.: aor. 2 συνεστάλην, pf. συνέσταλμαι)1) стягивать, сокращать, убавлять(τὰ ἱστία Arph.)
ἐς βραχὺ συνεσταλμένος Luc. — сильно уменьшенный;ὡς εἰς ἐλάχιστα συστεῖλαι Dem. — свести к минимуму;σ. εἰς τὸ μέτριον Plat. — вводить в рамки, умерять;ὅ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι NT. — времени осталось немного;ξυστέλλεσθαι ἐς εὐτέλειαν Thuc. — ограничивать свои расходы самым необходимым2) морщить, кривить(τὸ πρόσωπον Luc.)
3) оттеснять, отгонять, припиратьσ. ἑαυτοὺς εἴσω τοῦ χάρακος Plut. — отходить за вал;συσταλέντες Eur. — прижавшись друг к другу4) принижать, унижать, смирять(τινά Eur., Isocr.)
ὄγκος συστελλόμενος Eur. — померкшее величие;συστείλασθαι κακοῖς Eur. — пасть духом под ударами несчастий;συσταλῆναι Polyb. — быть подавленным, приуныть5) обтягивать, опоясывать, обертывать(τινὰ πέπλοις Eur.)
συστείλασθαι θαἰμάτια Arph. — завернуться в свои одежды;συσταλείς Arph. — препоясавшись, т.е. подготовившись6) ( о покойнике) обряжать(τινά NT.)
7) подавлять, скрывать(τέν δυσμένειαν Plut.)
8) грам. (о слоге) делать кратким, сокращать -
111 οκλαζω
1) приседать, садиться, опускаться(ἐπ΄ ἄκρου λάου Soph.; ἐς γόνυ Luc.)
καὴ ὤκλαζε καὴ ἐξανίστατο Xen. — (танцор) то приседал, то вскакивал2) сгибатьὀ. τὰ ὀπίστια Xen. — приседать на задние ноги
3) перен. падать, ослабевать, убывать(κραδίης ὤκλασεν ὄγκος Anth.)
-
112 περιογκος
-
113 πολυκαης
-
114 σαρκινος
-
115 συστελλω
(aor. συνέστειλα, pf. συνέσταλκα; pass.: aor. 2 συνεστάλην, pf. συνέσταλμαι)1) стягивать, сокращать, убавлять(τὰ ἱστία Arph.)
ἐς βραχὺ συνεσταλμένος Luc. — сильно уменьшенный;ὡς εἰς ἐλάχιστα συστεῖλαι Dem. — свести к минимуму;σ. εἰς τὸ μέτριον Plat. — вводить в рамки, умерять;ὅ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι NT. — времени осталось немного;ξυστέλλεσθαι ἐς εὐτέλειαν Thuc. — ограничивать свои расходы самым необходимым2) морщить, кривить(τὸ πρόσωπον Luc.)
3) оттеснять, отгонять, припиратьσ. ἑαυτοὺς εἴσω τοῦ χάρακος Plut. — отходить за вал;συσταλέντες Eur. — прижавшись друг к другу4) принижать, унижать, смирять(τινά Eur., Isocr.)
ὄγκος συστελλόμενος Eur. — померкшее величие;συστείλασθαι κακοῖς Eur. — пасть духом под ударами несчастий;συσταλῆναι Polyb. — быть подавленным, приуныть5) обтягивать, опоясывать, обертывать(τινὰ πέπλοις Eur.)
συστείλασθαι θαἰμάτια Arph. — завернуться в свои одежды;συσταλείς Arph. — препоясавшись, т.е. подготовившись6) ( о покойнике) обряжать(τινά NT.)
7) подавлять, скрывать(τέν δυσμένειαν Plut.)
8) грам. (о слоге) делать кратким, сокращать -
116 σχηματισμος
ὅ1) очертания, форма(τῆς σελήνης Arst.)
2) убранство(αὐλῆς Plut.)
3) положение, осанка(τοῦ σώματος Plat.)
4) выражение, мимика(τοῦ προσώπου Plut.)
5) жестикуляция(τῶν χειρῶν Plut.)
6) пышность, великолепие(ὅ ὄγκος καὴ σ. Plut.)
7) важничание, чванство(πρὸς τὸν ὄχλον Plut.)
σ. καὴ φρόνημα κενόν Plat. — высокомерие и пустая самонадеянность -
117 υπερογκος
21) чрезвычайно распухший(ἥ κνήμη Xen.)
2) страшно толстый(πιμελές καὴ ὑ. Luc.)
3) непомерно раздутый, разбухший(δύναμις Dem.)
4) огромный5) чрезмерный(τιμαί Plut.)
6) надутый, надменный(φρόνημα Plut.)
7) напыщенный, высокопарный(λέξις Plut.; ὑπέρογκα φθέγγεσθαι NT.)
-
118 φυσημα
1) дыханиеφ. ἀνεὴς δύστλητον Eur. — тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение
2) дуновение, веяние(αἰθέρος φυσήματα Eur.)
φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. — леденящие ветры3) клокотание, бурлениеπόντιον φ. Eur. — волнующееся море;
αἵματος φυσήματα Eur. — ключом бьющая кровь4) храпение, храп(τῶν ἵππων Xen.)
5) вздутие, пузырьὠκύμορον φ. Luc. — быстро лопающийся пузырь
6) надутость, спесь(ὄγκος καὴ φ. Plut.)
πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. φυσάω 8 -
119 водоизмещение
το εκτόπισμαη χωρητικότητα весовое - βάρος - τοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водоизмещение
-
120 грузооборот
η κίνηση των φορτίων, ο όγκος των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузооборот
См. также в других словарях:
ὄγκος — 1 barb masc nom sg ὄγκος 2 bulk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
όγκος — ο 1. ο χώρος που καταλαμβάνει σώμα στερεό, υγρό ή αέριο. 2. το ίδιο το σώμα που πιάνει χώρο. 3. μεγάλο ποσό ή πλήθος: Όγκος κρέατος, παχύσαρκος. 4. μτφ., κύρος, βαρύτητα, σπουδαιότητα: Ο όγκος της εργασίας είναι αβάσταχτος. 5. (ιατρ.) το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμομοριακός όγκος — Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα 6,023x1023 μόρια ενός αερίου που σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (θ = 0°C, Ρ = 1 ατμ.) είναι 22,4 λίτρα … Dictionary of Greek
αγγειολιθικός όγκος ή αγγειόλιθος — Λίθος από ασβεστολιθικά άλατα που σχηματίζεται σε κάποιο αγγείο και μπορεί να προκαλέσει έμφραξη … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκοις — ὄγκος 1 barb masc dat pl ὄγκος 2 bulk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)