-
1 ογκος
Iὅ [ἀγκών]1) загнутый назад зубец стрелы, кривой наконечник, крюк стрелыνεῦρόν τε καὴ ὄγκοι Hom. — завязка ( укреплявшая наконечник на древке) и крючья
2) предполож. угол ( геометрический) Arst.IIὅ [ἤνεγκον]1) груда, куча, масса(φρυγάνων Her.; τῶν σαρκῶν Plat.)
μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Plat. — ни в массе, ни в количестве2) сумма, общее количество, итог(τοῦ ἀριθμοῦ Plat.)
ὄ. πλήθους Plat. — общая численность3) величина, размеры(πόλεως Plat.)
ἔχθρας μέγας ὄ. Plat. — сильная вражда4) тело, кусок, комὄ. γαστρός Eur. — утробный плод
5) протяжение, объем(τῆς φωνῆς Arst.)
ἐκ βαθέος καὴ ταπεινοῦ οἱ ὄγκοι Arst. — из глубины и низкости, т.е. высоты (образуются) объемы7) филос. атом Sext.8) величие, достоинство значение, тж. авторитет(ἔχει τιν΄ ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Eur.)
ὄ. μητρῷος ὀνόματος Soph. — полное достоинства звание матери9) гордость(ὄγκον δορὸς ἔχειν Eur.)
10) выспренность, высокий стиль(τῆς λέξεως, τοῦ ποιήματος Arst.)
-
2 όγκος
ο1) объём;όγκος της βιομηχανικής παραγωγής — объём промышленного производства;
2) масса, множество, большое количество;όγκος δουλείας — масса работы;
πελώριος όγκος — громада;
3) мед. опухоль;κακοήθης όγκος — злокачественная опухоль
-
3 ὄγκος
ὁ ὄγκος ['вес'] 1. груз; тяжесть; объем (ср. мед. онкология учение об опухолях); 2. величавость, напыщенность (≃ лат gravitas) -
4 ὄγκος
{сущ., 1}бремя, ноша, тяжесть.Ссылки: Евр. 12:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὄγκος
-
5 όγκος
{сущ., 1}бремя, ноша, тяжесть.Ссылки: Евр. 12:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > όγκος
-
6 ὄγκος
бремя, ноша, тяжесть; син. (βάρος), (φορτίον).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄγκος
-
7 όγκος
[онгос] οοσ. а. объём, масса, (μεταφ.) значение, важность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όγκος
-
8 όγκος
[онгос] ουσ а. объём, масса, (μεταφ) значение, важность. -
9 ογκοτατος
-
10 ογκοτερος
3(ἥ σάρξ Arst.)
-
11 ασαφης
21) неясный(σημεῖα Thuc.; τὰ λεγόμενα Plat., Polyb.; ἴχνη Xen.; φωναί Arst.; ὄγκος ἀ. καὴ ἄσημος Plut.)
2) непонятно говорящий(διδάσκαλος Plat.)
3) мешающий ясно видеть, темный(νύξ Xen.)
-
12 διαρμα
- ατος [διαίρω] τό1) подъем(ὄγκος καὴ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.)
2) переезд(δ. πελάγιον, Polyb.)
-
13 δυσογκος
-
14 ελασσων
ἔλασσον, атт. ἐλάττων, ἔλαττον, gen. ονος [compar. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] (superl. ἐλάχιστος)1) (тж. ἐ. τὸ μέγεθος Arst.) меньший(ἐξ ἐλάττονος ὄντος μεῖζον γίγνεται Plat.; γῆς ὄγκος ἐ. ἄστρων ἐνίων Arst.)
οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Her. — числом не менее четырехсот;δι΄ ἐλάσσονος Thuc. — на меньшем расстоянии;ἐλάχιστοι τὸν ἀριθμόν Arst. — наименее многочисленные;οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. — величайшее преступление2) низший, более слабый, тж. худший, уступающий(τινί Dem.)
περὴ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι Her. и παρ΄ ἔλαττον ἡγεῖσθαι Plat. — невысоко ставить ( или ценить), относиться с пренебрежением;οὐδενὸς ἐ. Arph. — никому не уступающий;ἐν ἐλάττονι τίθεσθαι Polyb. — быть в пренебрежении;ἐ. τοῦ φθονεῖσθαι Plut. — не стоящий зависти;ἐλάττους τῶν σιτίων γίγνεσθαι Xen. — становиться чревоугодниками - см. тж. ἔλασσον -
15 εξανοιδεω
-
16 ευογκος
21) (довольно) крупный, массивный Arst.2) умеренной величины, не слишком большой(ἀναθήματα Plut.)
3) веский, важный Arst. -
17 κυκλοτερης
21) кругом обточенный, шаровидный(ἥ γῆ Her.; ὅ ὄγκος τῆς γῆς Arst.)
2) круглый(πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.)
κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. — он согнул в круг, т.е. сильно натянул огромный лук -
18 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
19 λοφωδης
-
20 ξυστελλω
(aor. συνέστειλα, pf. συνέσταλκα; pass.: aor. 2 συνεστάλην, pf. συνέσταλμαι)1) стягивать, сокращать, убавлять(τὰ ἱστία Arph.)
ἐς βραχὺ συνεσταλμένος Luc. — сильно уменьшенный;ὡς εἰς ἐλάχιστα συστεῖλαι Dem. — свести к минимуму;σ. εἰς τὸ μέτριον Plat. — вводить в рамки, умерять;ὅ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι NT. — времени осталось немного;ξυστέλλεσθαι ἐς εὐτέλειαν Thuc. — ограничивать свои расходы самым необходимым2) морщить, кривить(τὸ πρόσωπον Luc.)
3) оттеснять, отгонять, припиратьσ. ἑαυτοὺς εἴσω τοῦ χάρακος Plut. — отходить за вал;συσταλέντες Eur. — прижавшись друг к другу4) принижать, унижать, смирять(τινά Eur., Isocr.)
ὄγκος συστελλόμενος Eur. — померкшее величие;συστείλασθαι κακοῖς Eur. — пасть духом под ударами несчастий;συσταλῆναι Polyb. — быть подавленным, приуныть5) обтягивать, опоясывать, обертывать(τινὰ πέπλοις Eur.)
συστείλασθαι θαἰμάτια Arph. — завернуться в свои одежды;συσταλείς Arph. — препоясавшись, т.е. подготовившись6) ( о покойнике) обряжать(τινά NT.)
7) подавлять, скрывать(τέν δυσμένειαν Plut.)
8) грам. (о слоге) делать кратким, сокращать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄγκος — 1 barb masc nom sg ὄγκος 2 bulk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
όγκος — ο 1. ο χώρος που καταλαμβάνει σώμα στερεό, υγρό ή αέριο. 2. το ίδιο το σώμα που πιάνει χώρο. 3. μεγάλο ποσό ή πλήθος: Όγκος κρέατος, παχύσαρκος. 4. μτφ., κύρος, βαρύτητα, σπουδαιότητα: Ο όγκος της εργασίας είναι αβάσταχτος. 5. (ιατρ.) το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμομοριακός όγκος — Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα 6,023x1023 μόρια ενός αερίου που σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (θ = 0°C, Ρ = 1 ατμ.) είναι 22,4 λίτρα … Dictionary of Greek
αγγειολιθικός όγκος ή αγγειόλιθος — Λίθος από ασβεστολιθικά άλατα που σχηματίζεται σε κάποιο αγγείο και μπορεί να προκαλέσει έμφραξη … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκοις — ὄγκος 1 barb masc dat pl ὄγκος 2 bulk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)