-
21 όγκος
1) tumeur2) volume -
22 όγκος
1) guz (m) rzecz.2) nowotwór (m) rzecz.3) objętość (f) rzecz.4) wolumen (m) rzecz. -
23 όγκος
1) množství2) nádor3) objem4) obsah5) otok6) rozsah7) svitek8) tumor -
24 όγκος
1) growth2) tumour3) volumeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όγκος
-
25 όγκος συναλλαγών
прометГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όγκος συναλλαγών
-
26 περί-ογκος
περί-ογκος, groß an Umfang, Arist. physiogn. 6.
-
27 πολύ-ογκος
πολύ-ογκος, von großer Masse, Sp.
-
28 εὔ-ογκος
εὔ-ογκος, 1) von großem Umfange, εὐογκότερον καὶ παχύτερον Arist. meteor. 4, 3; daher dem εὐτελές entgegengesetzt, groß u. wichtig, rhet. 3, 7; φωνή, volle Stimme, im Ggstz von ψιλή, Philoch. Ath. XIV, 637 f. – 21 von gutem Umfange, so daß man es leicht fassen, bequem handhaben kann, Eur. Stob. flor. 97, 17; Hippocr. u. Sp.; VLL. εὐβάστακτος. Auch übertr., τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτόν Plut. de garrul. 17.
-
29 δύς-ογκος
-
30 ἄ-ογκος
-
31 ἐπ-ίσ-ογκος
ἐπ-ίσ-ογκος, von gleichem Umfang, gleicher Masse, κουφοτέρα ἡ γῆ τοῦ ἐπισόγκου ὕδατος Strab. XIII, 614.
-
32 ὑπέρ-ογκος
ὑπέρ-ογκος, von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Ggstz von ἄσαρκος; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; δύναμις, Dem. 4, 23; auch πρᾶγμα, Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.
-
33 ἔπ-ογκος
-
34 ἔν-ογκος
ἔν-ογκος, anschwellend, Sp.
-
35 tumeur
όγκος -
36 volume
όγκος -
37 nádor
όγκος -
38 tumor
όγκος -
39 tumour
όγκος -
40 objętość
όγκος
См. также в других словарях:
ὄγκος — 1 barb masc nom sg ὄγκος 2 bulk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
όγκος — ο 1. ο χώρος που καταλαμβάνει σώμα στερεό, υγρό ή αέριο. 2. το ίδιο το σώμα που πιάνει χώρο. 3. μεγάλο ποσό ή πλήθος: Όγκος κρέατος, παχύσαρκος. 4. μτφ., κύρος, βαρύτητα, σπουδαιότητα: Ο όγκος της εργασίας είναι αβάσταχτος. 5. (ιατρ.) το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμομοριακός όγκος — Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα 6,023x1023 μόρια ενός αερίου που σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (θ = 0°C, Ρ = 1 ατμ.) είναι 22,4 λίτρα … Dictionary of Greek
αγγειολιθικός όγκος ή αγγειόλιθος — Λίθος από ασβεστολιθικά άλατα που σχηματίζεται σε κάποιο αγγείο και μπορεί να προκαλέσει έμφραξη … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὄγκω — ὄγκος 1 barb masc nom/voc/acc dual ὄγκος 1 barb masc gen sg (doric aeolic) ὄγκος 2 bulk masc nom/voc/acc dual ὄγκος 2 bulk masc gen sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγκόω raise up imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
ὄγκοι — ὄγκος 1 barb masc nom/voc pl ὄγκος 2 bulk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκοις — ὄγκος 1 barb masc dat pl ὄγκος 2 bulk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)