-
1 ἄριστος
1 best, finestἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος O. 13.48
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of (poetic) wisdom P. 2.56ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος N. 8.8
προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35
ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. -
2 ἄριστος
ἄριστος (root ἀρ, cf. ἀρείων, ἀρετή), ὤριστος = ὁ ἄριστος: best, most excellent (see the various implied meanings under ἀγαθός); Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; often foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, εἶδος); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘finely indeed hast thou been treated,’ Il. 6.56.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄριστος
-
3 Αριστος
-
4 Ἄριστος
-
5 άριστος
-
6 ἄριστος
-
7 ἄριστος
Aὤριστος Il.11.288
, [dialect] Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as [comp] Sup. of ἀγαθός:I of persons,1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief,Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260
, cf. 6.209;ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580
;θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258
;πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El. 366
; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.2 best in any way, bravest,ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768
, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.b c. dat. modi,βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54
, al.;ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211
.c c. acc. rei,εἶδος ἄριστε Il.3.39
;ψυχὴν ἄ. Ar.Nu. 1048
.d c. inf.,ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44
; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.II of animals, things, etc., best, finest,ἵπποι Il.2.763
; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414;τεύχε' ἄριστα Il.15.616
;χῶρος Od.5.442
;ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90
; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El. 1097 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστος
-
8 ἄριστος
Grammatical information: adj.Meaning: `the best, first, noblest' (Il.).Derivatives: ἀριστεύς, mostly pl., ἀριστῆες `optimates' (Il.). ἀριστεύω `be the best etc., distinguish oneself' (Il.) with ἀριστεία f. `deed of valour' (Gorg.). - Many PN: Άρίστων, Άριστίων etc.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Primary superlative to comparative ἀρείων (s. v.). Sometimes considered to contain the prefix ἀρι-, which seems rather improbable to me, or related to ἀραρίσκω (`the best fitted'?). Not to ἀρετή, as Myc. aryo- \/ aryoh-\/ has no disyllabic root (ending in a laryngeal).Page in Frisk: 1,140Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄριστος
-
9 ἄριστος
-η,-ον A 0-0-0-0-2=2 2 Mc 13,15; 4 Mc 7,1sup. of ἀγαθός; best, first-rate 4 Mc 7,1; valiant 2 Mc 13,15 -
10 άριστος
1) excellent2) superbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άριστος
-
11 άριστον
ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (epic)ἄ̱ριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (attic)ἄριστοςbest: masc acc sgἄριστοςbest: neut nom /voc /acc sg——————ἄριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (epic)ἄ̱ριστον, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc sg (attic)ἄριστον, ἄριστοςbest: masc acc sgἄριστον, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc sg -
12 τάριστ'
Ἄριστε, Ἄριστοςmasc voc sgἌρισται, Ἀρίστηfem nom /voc plἌριστα, Ἀρίστηςmasc voc sg (doric)Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc nom sg (epic doric)Ἄρισται, Ἀρίστηςmasc nom /voc pl (doric)ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
13 τἄριστ'
Ἄριστε, Ἄριστοςmasc voc sgἌρισται, Ἀρίστηfem nom /voc plἌριστα, Ἀρίστηςmasc voc sg (doric)Ἄριστα, Ἀρίστηςmasc nom sg (epic doric)Ἄρισται, Ἀρίστηςmasc nom /voc pl (doric)ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
14 Αρίστω
Ἄριστοςmasc nom /voc /acc dualἌριστοςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀρίστηςmasc gen sg (attic epic doric ionic)——————Ἄριστοςmasc dat sg -
15 άρισθ'
ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
16 ἄρισθ'
ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
17 άριστ'
ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
18 ἄριστ'
ἄριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (epic)ἄ̱ριστα, ἄριστονmorning meal: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄριστα, ἄριστοςbest: neut nom /voc /acc plἄριστε, ἄριστοςbest: masc voc sgἄρισται, ἄριστοςbest: fem nom /voc pl -
19 αριστότερον
ἄριστοςbest: adverbial compἄριστοςbest: masc acc comp sgἄριστοςbest: neut nom /voc /acc comp sg -
20 ἀριστότερον
ἄριστοςbest: adverbial compἄριστοςbest: masc acc comp sgἄριστοςbest: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
Ἄριστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καμπάνης, Άριστος — (Αθήνα 1883 – 1956). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
ἀριστότερον — ἄριστος best adverbial comp ἄριστος best masc acc comp sg ἄριστος best neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίστω — Ἄριστος masc nom/voc/acc dual Ἄριστος masc gen sg (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστως — ἄριστος best adverbial ἄριστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤριστος — ἄριστος , ἄριστος best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)