-
1 ἄριστος
Aὤριστος Il.11.288
, [dialect] Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as [comp] Sup. of ἀγαθός:I of persons,1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief,Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260
, cf. 6.209;ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580
;θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258
;πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El. 366
; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.2 best in any way, bravest,ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768
, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.b c. dat. modi,βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54
, al.;ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211
.c c. acc. rei,εἶδος ἄριστε Il.3.39
;ψυχὴν ἄ. Ar.Nu. 1048
.d c. inf.,ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44
; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.II of animals, things, etc., best, finest,ἵπποι Il.2.763
; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414;τεύχε' ἄριστα Il.15.616
;χῶρος Od.5.442
;ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90
; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El. 1097 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский