Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁ+ἄρειος

  • 121 αρείους

    ἄρειος
    masc acc pl
    ἄρειος
    masc /fem acc pl
    ἀρείων
    better: masc /fem nom /acc comp pl
    ἀρείων
    better: masc /fem acc pl

    Morphologia Graeca > αρείους

  • 122 ἀρείους

    ἄρειος
    masc acc pl
    ἄρειος
    masc /fem acc pl
    ἀρείων
    better: masc /fem nom /acc comp pl
    ἀρείων
    better: masc /fem acc pl

    Morphologia Graeca > ἀρείους

  • 123 αρείωι

    ἀρείῳ, ἄρειος
    masc /neut dat sg
    ἀρείῳ, ἄρειος
    masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > αρείωι

  • 124 ἀρείωι

    ἀρείῳ, ἄρειος
    masc /neut dat sg
    ἀρείῳ, ἄρειος
    masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἀρείωι

  • 125 αρηίων

    ἀρηΐων, Ἄρης
    the god of destruction: fem gen pl (epic)
    ἀρηΐων, Ἄρης
    the god of destruction: masc /neut gen pl (epic)
    ἀρηΐων, ἄρειος
    fem gen pl (epic ionic)
    ἀρηΐων, ἄρειος
    masc /neut gen pl (epic ionic)
    ἀρείων
    better: fem gen pl
    ἀρείων
    better: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > αρηίων

  • 126 ἀρηίων

    ἀρηΐων, Ἄρης
    the god of destruction: fem gen pl (epic)
    ἀρηΐων, Ἄρης
    the god of destruction: masc /neut gen pl (epic)
    ἀρηΐων, ἄρειος
    fem gen pl (epic ionic)
    ἀρηΐων, ἄρειος
    masc /neut gen pl (epic ionic)
    ἀρείων
    better: fem gen pl
    ἀρείων
    better: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > ἀρηίων

  • 127 αρήιον

    ἀρήϊον, Ἄρης
    the god of destruction: masc acc sg (epic)
    ἀρήϊον, Ἄρης
    the god of destruction: neut nom /voc /acc sg (epic)
    ἀρήϊον, ἄρειος
    masc acc sg (epic ionic)
    ἀρήϊον, ἄρειος
    neut nom /voc /acc sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > αρήιον

  • 128 ἀρήιον

    ἀρήϊον, Ἄρης
    the god of destruction: masc acc sg (epic)
    ἀρήϊον, Ἄρης
    the god of destruction: neut nom /voc /acc sg (epic)
    ἀρήϊον, ἄρειος
    masc acc sg (epic ionic)
    ἀρήϊον, ἄρειος
    neut nom /voc /acc sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἀρήιον

См. также в других словарях:

  • Ἄρειος — devoted to Ares masc/fem nom sg Ἄρειος devoted to Ares masc nom sg Ἄρεῑος , Ἀρεῖος masc nom sg ἄρειος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρειος — masc nom sg ἄρειος masc/fem nom sg ἀρέμ rest fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρειος, -α — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άρη ή στις Αρές (Ερινύες), «άρειο πεδίο», «άρειος πάγος» (βράχος). 2. «Άρειος Πάγος», ανώτατο δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα, που συνεδρίαζε στο βράχο των Ερινυών (άρειο πάγο) πάνω στην Ακρόπολη. 3. «Άρειος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος — ο ο αρχηγός της αίρεσης που αναστάτωσε στις αρχές του 4ου αιώνα τη χριστιανική εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀρείω — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) Ἄρειος devoted to Ares masc nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc gen sg (doric aeolic) Ἀρεί̱ω , Ἀρεῖος masc nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρειότερον — Ἄρειος devoted to Ares adverbial comp Ἄρειος devoted to Ares masc acc comp sg Ἄρειος devoted to Ares neut nom/voc/acc comp sg ἄρειος adverbial comp ἄρειος masc acc comp sg ἄρειος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»