-
101 αρειοτέροισιν
ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρειότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
102 ἀρειοτέροισιν
ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρειότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
103 αρειοτέρου
ἄρειοςmasc /neut gen comp sgἄρειοςmasc /neut gen comp sgἀρείωνbetter: masc /neut gen comp sgἀρειότεροςmasc /neut gen sg -
104 ἀρειοτέρου
ἄρειοςmasc /neut gen comp sgἄρειοςmasc /neut gen comp sgἀρείωνbetter: masc /neut gen comp sgἀρειότεροςmasc /neut gen sg -
105 αρειοτέρους
ἄρειοςmasc acc comp plἄρειοςmasc acc comp plἀρείωνbetter: masc acc comp plἀρειότεροςmasc acc pl -
106 ἀρειοτέρους
ἄρειοςmasc acc comp plἄρειοςmasc acc comp plἀρείωνbetter: masc acc comp plἀρειότεροςmasc acc pl -
107 αρειότεραι
ἄρειοςfem nom /voc comp plἄρειοςfem nom /voc comp plἀρείωνbetter: fem nom /voc comp plἀρειότεροςfem nom /voc pl -
108 ἀρειότεραι
ἄρειοςfem nom /voc comp plἄρειοςfem nom /voc comp plἀρείωνbetter: fem nom /voc comp plἀρειότεροςfem nom /voc pl -
109 αρειότεροι
ἄρειοςmasc nom /voc comp plἄρειοςmasc nom /voc comp plἀρείωνbetter: masc nom /voc comp plἀρειότεροςmasc nom /voc pl -
110 ἀρειότεροι
ἄρειοςmasc nom /voc comp plἄρειοςmasc nom /voc comp plἀρείωνbetter: masc nom /voc comp plἀρειότεροςmasc nom /voc pl -
111 αρειότερος
ἄρειοςmasc nom comp sgἄρειοςmasc nom comp sgἀρείωνbetter: masc nom comp sgἀρειότεροςmasc nom sg -
112 ἀρειότερος
ἄρειοςmasc nom comp sgἄρειοςmasc nom comp sgἀρείωνbetter: masc nom comp sgἀρειότεροςmasc nom sg -
113 αρείας
ἀρείᾱς, ἄρειοςfem acc plἀρείᾱς, ἄρειοςfem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱ρείᾱς, ἀρειάωirasya´imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρείᾱς, ἀρειάωirasya´imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
114 ἀρείας
ἀρείᾱς, ἄρειοςfem acc plἀρείᾱς, ἄρειοςfem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱ρείᾱς, ἀρειάωirasya´imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρείᾱς, ἀρειάωirasya´imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
115 αρείοις
-
116 ἀρείοις
-
117 αρείοισιν
ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
118 ἀρείοισιν
ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
119 αρείου
-
120 ἀρείου
См. также в других словарях:
Ἄρειος — devoted to Ares masc/fem nom sg Ἄρειος devoted to Ares masc nom sg Ἄρεῑος , Ἀρεῖος masc nom sg ἄρειος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρειος — masc nom sg ἄρειος masc/fem nom sg ἀρέμ rest fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρειος, -α — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άρη ή στις Αρές (Ερινύες), «άρειο πεδίο», «άρειος πάγος» (βράχος). 2. «Άρειος Πάγος», ανώτατο δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα, που συνεδρίαζε στο βράχο των Ερινυών (άρειο πάγο) πάνω στην Ακρόπολη. 3. «Άρειος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
Άρειος — ο ο αρχηγός της αίρεσης που αναστάτωσε στις αρχές του 4ου αιώνα τη χριστιανική εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρείω — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) Ἄρειος devoted to Ares masc nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc gen sg (doric aeolic) Ἀρεί̱ω , Ἀρεῖος masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειότερον — Ἄρειος devoted to Ares adverbial comp Ἄρειος devoted to Ares masc acc comp sg Ἄρειος devoted to Ares neut nom/voc/acc comp sg ἄρειος adverbial comp ἄρειος masc acc comp sg ἄρειος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)