-
81 άρειε
ἄρειοςmasc voc sgἄρειοςmasc /fem voc sgἀρέμrest: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἄ̱ρειε, αἴρωattach: aor opt act 3rd sg -
82 ἄρειε
ἄρειοςmasc voc sgἄρειοςmasc /fem voc sgἀρέμrest: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἄ̱ρειε, αἴρωattach: aor opt act 3rd sg -
83 άρειοι
-
84 ἄρειοι
-
85 αρειοτάτης
-
86 ἀρειοτάτης
-
87 αρειοτέρηι
ἀρειοτέρῃ, ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἀρείωνbetter: fem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἀρειότεροςfem dat sg (epic ionic) -
88 ἀρειοτέρηι
ἀρειοτέρῃ, ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἀρείωνbetter: fem dat comp sg (epic ionic)ἀρειοτέρῃ, ἀρειότεροςfem dat sg (epic ionic) -
89 αρειοτέρην
ἄρειοςfem acc comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem acc comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem acc comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem acc sg (epic ionic) -
90 ἀρειοτέρην
ἄρειοςfem acc comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem acc comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem acc comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem acc sg (epic ionic) -
91 αρειοτέρης
ἄρειοςfem gen comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem gen comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem gen comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem gen sg (epic ionic) -
92 ἀρειοτέρης
ἄρειοςfem gen comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem gen comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem gen comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem gen sg (epic ionic) -
93 αρειοτέρησιν
ἄρειοςfem dat comp pl (epic ionic)ἄρειοςfem dat comp pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem dat comp pl (epic ionic)ἀρειότεροςfem dat pl (epic ionic) -
94 ἀρειοτέρῃσιν
ἄρειοςfem dat comp pl (epic ionic)ἄρειοςfem dat comp pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem dat comp pl (epic ionic)ἀρειότεροςfem dat pl (epic ionic) -
95 αρειοτέροιο
ἄρειοςmasc /neut gen comp sg (epic)ἄρειοςmasc /neut gen comp sg (epic)ἀρείωνbetter: masc /neut gen comp sg (epic)ἀρειότεροςmasc /neut gen sg (epic) -
96 ἀρειοτέροιο
ἄρειοςmasc /neut gen comp sg (epic)ἄρειοςmasc /neut gen comp sg (epic)ἀρείωνbetter: masc /neut gen comp sg (epic)ἀρειότεροςmasc /neut gen sg (epic) -
97 αρειοτέροις
ἄρειοςmasc /neut dat comp plἄρειοςmasc /neut dat comp plἀρείωνbetter: masc /neut dat comp plἀρειότεροςmasc /neut dat pl -
98 ἀρειοτέροις
ἄρειοςmasc /neut dat comp plἄρειοςmasc /neut dat comp plἀρείωνbetter: masc /neut dat comp plἀρειότεροςmasc /neut dat pl -
99 αρειοτέροισι
ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρειότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
100 ἀρειοτέροισι
ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)ἀρειότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
Ἄρειος — devoted to Ares masc/fem nom sg Ἄρειος devoted to Ares masc nom sg Ἄρεῑος , Ἀρεῖος masc nom sg ἄρειος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρειος — masc nom sg ἄρειος masc/fem nom sg ἀρέμ rest fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρειος, -α — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άρη ή στις Αρές (Ερινύες), «άρειο πεδίο», «άρειος πάγος» (βράχος). 2. «Άρειος Πάγος», ανώτατο δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα, που συνεδρίαζε στο βράχο των Ερινυών (άρειο πάγο) πάνω στην Ακρόπολη. 3. «Άρειος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
Άρειος — ο ο αρχηγός της αίρεσης που αναστάτωσε στις αρχές του 4ου αιώνα τη χριστιανική εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρείω — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) Ἄρειος devoted to Ares masc nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc gen sg (doric aeolic) Ἀρεί̱ω , Ἀρεῖος masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειότερον — Ἄρειος devoted to Ares adverbial comp Ἄρειος devoted to Ares masc acc comp sg Ἄρειος devoted to Ares neut nom/voc/acc comp sg ἄρειος adverbial comp ἄρειος masc acc comp sg ἄρειος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)