-
21 Αρειοι
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem nom /voc plἌρειοςdevoted to Ares: masc nom /voc plἌρεῑοι, Ἀρεῖοςmasc nom /voc plἄρειοςmasc nom /voc pl -
22 Ἄρειοι
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem nom /voc plἌρειοςdevoted to Ares: masc nom /voc plἌρεῑοι, Ἀρεῖοςmasc nom /voc plἄρειοςmasc nom /voc pl -
23 Αρειοτέρη
Ἄρειοςdevoted to Ares: fem nom /voc comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem nom /voc comp sg (epic ionic)——————Ἄρειοςdevoted to Ares: fem dat comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic) -
24 Αρειοτέρων
Ἄρειοςdevoted to Ares: fem gen comp plἌρειοςdevoted to Ares: masc /neut gen comp plἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp pl -
25 Ἀρειοτέρων
Ἄρειοςdevoted to Ares: fem gen comp plἌρειοςdevoted to Ares: masc /neut gen comp plἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp pl -
26 Αρείοις
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat plἌρειοςdevoted to Ares: masc dat plἈρεί̱οις, Ἀρεῖοςmasc dat plἄρειοςmasc /neut dat pl -
27 Ἀρείοις
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat plἌρειοςdevoted to Ares: masc dat plἈρεί̱οις, Ἀρεῖοςmasc dat plἄρειοςmasc /neut dat pl -
28 Αρείοισιν
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat pl (epic ionic aeolic)Ἀρεί̱οισιν, Ἀρεῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
29 Ἀρείοισιν
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat pl (epic ionic aeolic)Ἀρεί̱οισιν, Ἀρεῖοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
30 Αρείου
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen sgἌρειοςdevoted to Ares: masc gen sgἈρεί̱ου, Ἀρεῖοςmasc gen sgἄρειοςmasc /neut gen sg -
31 Ἀρείου
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut gen sgἌρειοςdevoted to Ares: masc gen sgἈρεί̱ου, Ἀρεῖοςmasc gen sgἄρειοςmasc /neut gen sg -
32 Αρείους
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem acc plἌρειοςdevoted to Ares: masc acc plἈρείωνmasc acc plἈρεί̱ους, Ἀρεῖοςmasc acc plἄρειοςmasc acc pl -
33 Ἀρείους
Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem acc plἌρειοςdevoted to Ares: masc acc plἈρείωνmasc acc plἈρεί̱ους, Ἀρεῖοςmasc acc plἄρειοςmasc acc pl -
34 Αρείωι
Ἀρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat sgἈρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat sgἈρεί̱ῳ, Ἀρεῖοςmasc dat sgἈρείῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg -
35 Ἀρείωι
Ἀρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc /fem /neut dat sgἈρείῳ, Ἄρειοςdevoted to Ares: masc dat sgἈρεί̱ῳ, Ἀρεῖοςmasc dat sgἈρείῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg -
36 άρειον
ἄρειοςmasc acc sgἄρειοςneut nom /voc /acc sgἄρειοςmasc /fem acc sgἄρειοςneut nom /voc /acc sgἀρείωνbetter: masc /fem voc comp sgἀρείωνbetter: neut nom /voc /acc comp sg -
37 ἄρειον
ἄρειοςmasc acc sgἄρειοςneut nom /voc /acc sgἄρειοςmasc /fem acc sgἄρειοςneut nom /voc /acc sgἀρείωνbetter: masc /fem voc comp sgἀρείωνbetter: neut nom /voc /acc comp sg -
38 αρειοτέρη
ἄρειοςfem nom /voc comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem nom /voc comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem nom /voc comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem nom /voc sg (epic ionic)——————ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἄρειοςfem dat comp sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: fem dat comp sg (epic ionic)ἀρειότεροςfem dat sg (epic ionic) -
39 αρειοτέρων
ἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp plἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp plἀρείωνbetter: fem gen comp plἀρείωνbetter: masc /neut gen comp plἀρειότεροςfem gen plἀρειότεροςmasc /neut gen pl -
40 ἀρειοτέρων
ἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp plἄρειοςfem gen comp plἄρειοςmasc /neut gen comp plἀρείωνbetter: fem gen comp plἀρείωνbetter: masc /neut gen comp plἀρειότεροςfem gen plἀρειότεροςmasc /neut gen pl
См. также в других словарях:
Ἄρειος — devoted to Ares masc/fem nom sg Ἄρειος devoted to Ares masc nom sg Ἄρεῑος , Ἀρεῖος masc nom sg ἄρειος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρειος — masc nom sg ἄρειος masc/fem nom sg ἀρέμ rest fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρειος, -α — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άρη ή στις Αρές (Ερινύες), «άρειο πεδίο», «άρειος πάγος» (βράχος). 2. «Άρειος Πάγος», ανώτατο δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα, που συνεδρίαζε στο βράχο των Ερινυών (άρειο πάγο) πάνω στην Ακρόπολη. 3. «Άρειος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
Άρειος — ο ο αρχηγός της αίρεσης που αναστάτωσε στις αρχές του 4ου αιώνα τη χριστιανική εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρείω — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) Ἄρειος devoted to Ares masc nom/voc/acc dual Ἄρειος devoted to Ares masc gen sg (doric aeolic) Ἀρεί̱ω , Ἀρεῖος masc nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειότερον — Ἄρειος devoted to Ares adverbial comp Ἄρειος devoted to Ares masc acc comp sg Ἄρειος devoted to Ares neut nom/voc/acc comp sg ἄρειος adverbial comp ἄρειος masc acc comp sg ἄρειος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)