-
101 κουφο-λόγος
κουφο-λόγος, leichtsinnig schwatzend, unbedachtsam hinredend; Poll. 6, 119; Philostr.
-
102 γλυκυ-λόγος
γλυκυ-λόγος, Erkl. von ἡδυλόγος, Schol. Eur Hec. 129.
-
103 κομψο-λόγος
κομψο-λόγος, sein u. witzig redend, Sp.; ἰατρός, ein Charlatan, Aesop. 192.
-
104 κνῑπο-λόγος
κνῑπο-λόγος, ὁ, ein Vogel, der Specht, od. Baumläufer, der Insekten sucht, Arist. H. A. 8, 3.
-
105 εὐ-διά-λογος
εὐ-διά-λογος, bei VLL. Erkl. von εὐόμιλος.
-
106 εὐθυ-λόγος
εὐθυ-λόγος, = εὐϑυεπής, Suid.
-
107 εὑρεσί-λογος
εὑρεσί-λογος (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.
-
108 εὔ-λογος
εὔ-λογος, vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουϑετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσϑαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.
-
109 εἰκαιο-λόγος
εἰκαιο-λόγος, unbedachtsam schwatzend, Sp.
-
110 εἰκοστο-λόγος
εἰκοστο-λόγος, ὁ, der den Zwanzigsten (εἰκοστή) einsammelt, ein Zollpächter; Ar. Ran. 363; Inscr. 89.
-
111 δραγματο-λὀγος
δραγματο-λὀγος, Aehren lesend, Hesych.
-
112 βαττο-λόγος
βαττο-λόγος, ὁ, der Plapperer, Schwätzer, K. S.
-
113 ματαιο-λόγος
ματαιο-λόγος, thöricht, vergeblich schwatzend, N. T, auch = lügenhaft.
-
114 ναυτο-λόγος
ναυτο-λόγος, Schiffer sammelnd, Passagiere ins Schiff aufnehmend, Strab. 8, 6, 15.
-
115 μαψι-λόγος
μαψι-λόγος, aufs Gerathewohl, in den Tag hinein redend, oder umsonst, vergebens redend, οἰωνοί, Vögel, die keine sichere Vorbedeutung geben u. auf deren Stimme man vergeblich achtet, die bedeutungslos in den Tag hineinschreien, H. h. Merc. 546.
-
116 μετριο-λόγος
μετριο-λόγος, sich im Reden mäßigend, mäßig redend, Antiphan. bei Poll. 2, 123.
-
117 μεταρσιο-λόγος
μεταρσιο-λόγος, = μετεωρολόγος.
-
118 μετεωρο-λόγος
μετεωρο-λόγος, eigtl. von den Himmelskörpern, den Luft- u. Himmelserscheinungen redend, sie beobachtend, was aber der Ansicht der gewöhnlichen Menschen gar leicht als etwas Nichtiges erscheint, dah. übertr. Einer, der sich mit seinen Gedanken in die Lüfte versteigt, μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι τινές, Plat. Crat. 401 b, vgl. 396 c u. Polit. 299 b.
-
119 μικρο-λόγος
μικρο-λόγος, Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύϑεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυςάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.
-
120 ξενο-λόγος
ξενο-λόγος, Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.
См. также в других словарях:
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)