-
21 αὐλὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐλὸς
-
22 αὐλός
-οῦ + ὁ N 2 0-3-7-0-3=13 1 Sm 10,5; 2 Sm 6,5; 1 Chr 28,12; Is 5,12; 30,29pipe, flute -
23 ἄϋλος
-
24 αυλός
chalumeau -
25 αυλός
1) fujarka (f) rzecz.2) rurka (f) rzecz. -
26 αυλός
1) flute2) pipeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυλός
-
27 πλαγί-αυλος
πλαγί-αυλος, ὁ, die Querflöte, Erfindung des Pan; Theocr. 20, 29; Bion 3, 7; Philodem. 22 (XI, 34); Ael. H. A. 6, 19; vgl. Arist. H. A. 2, 12 u. Ath. IV, 175 e; sonst πλάγιος αὐλός. – Als adj. die Querflöte spielend (?).
-
28 δολίχ-αυλος
δολίχ-αυλος, mit langer Röhre oder mit langem Schafte, langröhrig, langschaftig; Homer einmal, Odyss. 9, 156 αἰγανέας δολιχααλους. Apoll. Lex. Homer. 59, 33 δολιχαύλους μακρὸν τὸν αὐλὸν ἐχούσας. Der αὐλός ist entweder der Schaft des Speeres, oder die Röhre der metallenen Spitze, in welche der Schaft hineingesteckt wird, vgl. Scholl.
-
29 ὅμ-αυλος
ὅμ-αυλος, 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.
-
30 ἔν-αυλος
ἔν-αυλος, ὁ, 1) (αὐλός), die Höhlung, der Graben, der Gießbach, der Fluß; Homer dreimal, Iliad. 16, 71. 21, 283. 312; Aristarch erklärte nach geholl. Aristonic. Iliad. 21, 283 ἐναύλους = τοὺς ποταμοὺς τοὺς ἐπιμήκεις, vgl. Apollon. Lex. Hom. p. 68, 25, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 149. – Sp. D., z, B. Nonn. 2, 54. – 2) (αὐλή), die Behausung, Aufenthaltsort, οὔρεα μακρά, ϑεῶν χαρίεντας ἐναύλους Νυμφέων Hes. Th. 129; H. h. Ven. 74. 124. 13, 5. 25, 8; u. so von Berggegenden u. Thälern als Aufenthaltsörtern der Götter Eur. Bacch. 122 Herc. Fur. 371; vgl. Opp. Hal. 1, 305. 3, 5 Cyn. 1, 142; Orph. Arg. 637.
-
31 ἔν-αυλος [2]
ἔν-αυλος, 1) (αὐλός), in, an der Flöte, was man neben dem Blasen der Flöte hört; κιϑάρισις Ath. XV, 637 f; noch in den Ohren klingend, noch im frischen Andenken, οὕτως ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φϑόγγος παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Plat. Menex. 235 b; πᾶσι φόβος ἔν. ἐγεγόνει Legg. III, 678 c; ἡ φωνὴ τῶν ἀκουσϑέντων ἔν. ἔτι Luc. gomn. 5; βοή imagg. 13; Plut. gymp. 2, 5, 1; ἔτι γὰρ αὐτοῖς ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων ἦν D. Hal. 9, 7; ἔναυλον ἦν ἔτι τότε πᾶσιν, ὅτι, es war Allen im frischen Andenken, Aeschin. 3, 191; vgl. Arist. probl. 21, 13. – 21 (αὐλή), darin wohnend, in der Höhle befindlich; τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἢ ϑυραῖον Soph. Phil. 158; λέων Eur. Phoen. 1566; ταυτὶ γὰρ ἔναυλα ἐκείνῳ τῷ ὕδατι Philostr. Imagg. 1, 5.
-
32 πάρ-αυλος
-
33 πάρ-αυλος [2]
-
34 σύν-αυλος
σύν-αυλος, mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχϑη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.
-
35 σύν-αυλος [2]
σύν-αυλος, mit, zusammen liegend, wohnend, χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν; Soph. O. R. 1126, vom Hirten gesagt; auch übertr., Αἴας ϑείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, Ai. 605.
-
36 φιλ-άγρ-αυλος
φιλ-άγρ-αυλος, das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.
-
37 φίλ-αυλος
-
38 χώρ-αυλος
-
39 βό-αυλος
-
40 μόν-αυλος
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)