Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁρμητήριον

См. также в других словарях:

  • ὁρμητήριον — stimulant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίοις — ὁρμητήριον stimulant neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίου — ὁρμητήριον stimulant neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίων — ὁρμητήριον stimulant neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητηρίῳ — ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητήρια — ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… …   Dictionary of Greek

  • ὁρμητηρίωι — ὁρμητηρίῳ , ὁρμητήριον stimulant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμητήρι' — ὁρμητήρια , ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»