-
21 ὁρμητήρι'
-
22 ορμητήρια
-
23 ὁρμητήρια
-
24 θυστήριον
θυστήριον· ὁρμητήριον, Suid.; but θυστηρίοις· θυμιατηρίοις, Hsch. [full] θυστήριος, ὁ, epith. of Dionysus, EM455.31. [full] θύστης, ου, [dialect] Dor. [suff] θῠσι-τας, α, ὁ,A sacrificing priest (Cret.), Hsch. [full] θύστινον· τρίχινον, [full] οἱ δὲ μεσοτριβῆ, Id. [full] θύστρα, τά,= θύματα, SIG1026.24 ([place name] Cos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυστήριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁρμητήριον — stimulant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητηρίοις — ὁρμητήριον stimulant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητηρίου — ὁρμητήριον stimulant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητηρίων — ὁρμητήριον stimulant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητηρίῳ — ὁρμητήριον stimulant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητήρια — ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… … Dictionary of Greek
ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… … Dictionary of Greek
ὁρμητηρίωι — ὁρμητηρίῳ , ὁρμητήριον stimulant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητήρι' — ὁρμητήρια , ὁρμητήριον stimulant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)