-
1 ὁμάγυρις
-
2 ὁμάγυρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμάγυρις
-
3 ομηγυρις
(θεῶν Hom.; γυναικῶν, ἄστρων νυκτέρων Aesch.; ἡλίκων Eur.)
-
4 ὁμήγυρις
A assembly, meeting, esp. of the gods,θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142
, h.Ap. 187, cf. h.Merc. 332, Hellanic.54 J.;ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46
; any assembly, company,γυναικῶν A.Ch.10
; ;ἄστρων.. νυκτέρων ὁ. A.Ag.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμήγυρις
См. также в других словарях:
ομάγυρις — ὁμάγυρις, ἡ (Α) (ποιητ. τ., δωρ. τ.) βλ. ομήγυρις … Dictionary of Greek
ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… … Dictionary of Greek