Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμᾱγῠρις

См. также в других словарях:

  • ομάγυρις — ὁμάγυρις, ἡ (Α) (ποιητ. τ., δωρ. τ.) βλ. ομήγυρις …   Dictionary of Greek

  • ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»