Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁμᾰλῶς

См. также в других словарях:

  • ὁμαλῶς — ὁμαλής level adverbial (attic epic doric) ὁμαλός even adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • гладъко — (1*) нар. Нежно, мягко. Перен.: Си˫а иоасафу слезами гл҃щу старець с кротостью и гладко ѹставлѩ˫а ѥго ре(ч). (ὁμαλῶς) ЖВИ XIV–XV, 132б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0271 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c մ. ἵσως, ὀμοίως, ὀμαλῶς aeque, aequaliter, pariter. Միօրինակ. նմանապէս. հաւասարապէս. անխտիր. յար եւ նման. *Ամենեքեան իսկ միապէս սրբէին զբորոտս, եւ յարուցանէին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»