-
1 βιωναι
-
2 αλυσιτελως
1) без пользы(βιῶναι Xen.)
2) в ущербγεγενημένος ἀ. Plut. — ставший невыгодным или наносящий ущерб
-
3 κοινως
1) совместно, вместе, сообща(κ. καὴ πολιτικῶς βιῶναι Isocr.; τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.)
2) общительно, отзывчиво, благожелательно(κ. καὴ φιλικῶς Plut.)
3) в общественном порядке, для общего благаκ. μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Thuc. — они принесли больше пользы в смысле общественном, чем вреда в частных своих действиях
4) обыкновенным образом(ἀσπάζεσθαι Plut.)
-
4 μηκιστον
дор. μάκιστον (τό) adv.1) надолгоμ. ἀάσθης HH. — ты натворила беду надолго, т.е. причинила непоправимое несчастье
2) самое большое, максимум(μέ πλείω βιῶναι τὸ μ. ἐτῶν ἑκατόν Luc.)
ἐπὴ μ. Luc. — больше всего;τὸ μ. αἰῶνος Xen. — глубокая старость3) дальше всего, как можно дальше(τοὺς ἐχθροὺς ἀπελαύνειν Xen.)
ὅτι δύνᾳ μ. Soph. — так, как только можешь -
5 ομαλως
-
6 οσιως
благочестиво, непорочно(βιῶναι τὸν βίον Plat.)
οὐχ ὁ. Thuc. — нечестиво, бесчестно;ὁ. οὔχ, ὑπ΄ ἀνάγκας δέ Eur. — не из благочестия, а по необходимости;ὁ. ἂν ὑμῖν ἔχοι Xen. — было бы благочестиво для вас
См. также в других словарях:
βιῶναι — βιόω live aor inf act βιώνης one who buys food masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alter schützt vor Torheit nicht — Geflügelte Worte A B C D E F G H I J K L M N O … Deutsch Wikipedia
Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· … Deutsch Wikipedia
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek