Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμότιμοι

См. также в других словарях:

  • ομότιμοι — (peers αγγλικά, pαirs γαλλικά). Η ονομασία προέρχεται από τη Μάγκνα Κάρτα (1215), όπου ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε –με την αρχική σημασία του ίσοι, λατ. pares– για να τονίσει ότι οι Άγγλοι ευγενείς έπρεπε να δικάζονται από τους ίσους τους. Το… …   Dictionary of Greek

  • ὁμότιμοι — ὁμότῑμοι , ὁμότιμος equally valued masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»