Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμό-τῑμος

См. также в других словарях:

  • ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] …   Dictionary of Greek

  • πάντιμος — ον, ΜΑ πολύ έντιμος, τιμιότατος («πάντιμος ἱερεύς», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ομό τιμος] …   Dictionary of Greek

  • πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»