-
1 ομαρτείν
-
2 ὁμαρτεῖν
-
3 ἐνδυκέως
ἐνδῠκέως, Adv.A sedulously, kindly, freq. in Hom. (esp. in Od.), with Verbs expressing friendly actions, asπέμψαι Od.14.337
;ὁμαρτεῖν Il.24.438
;φιλέειν καὶ τιέμεν Od.15.543
; παρέχειν βρῶσίν τε πόσιν τε ib. 491; soἐ. δέκεσθαι θυσίαισιν Pi.P.5.85
;ῥύεσθαι Theoc.25.25
, etc.;ἔχραεν A.R.2.454
.2 greedily, ravenously,ἐσθίειν Od.14.109
; ἐ. ῥινὸν σχίσσας, of a lion tearing his prey, Hes.Sc. 427.--No Adj. ἐνδυκής occurs: but neut. ἐνδυκές, as Adv., is prob. l. in A.R.1.883; used for συνεχές, Nic. Th. 263; expld. by συνεχές, συνετόν, ἀφελές, ἀσφαλές, γλυκύ, κτλ., Hsch. (Etym. dub.: for sense 1 perh. cf. ἀ-δευκής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδυκέως
-
4 ὁμαρτέω
Aὐμάρτη Theoc.28.3
: [tense] impf. ; [dialect] Ion.- ευν A.R.1.579
, Theoc.2.73 ; [dialect] Ep. [ per.] 3 dual ὁμαρτήτην, v. ὁμαρτήδην : [tense] fut. , E.Ph. 1616 : [tense] aor.ὡμάρτησα Coluth.25
; opt. ὁμαρτήσειεν, etc., Od.13.87, al.: [tense] aor. 2 ; act together, at the same moment,τὸν δ' Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ' ὁ μὲν ἰῷ βεβλήκει, Αἴας δὲ.. νύξεν Il.12.400
;ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ' ἄμφω Od.21.188
.2 accompany,ἐν νηΐ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Il.24.438
; οὐδέ κεν ἴρηξ κίρκος ὁμαρτήσειεν could not keep pace, keep up with the ship, Od.13.87.3 c. dat., walk beside, accompany, τινι Hes.Op. 196, 676, Th. 201 ;ὁ. σύν τινι S.OC 1647
; ; also, pursue, chase, A.Eu. 338(lyr.): abs., Id.Pr. 678.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμαρτέω
-
5 ἐνδυκέως
ἐνδυκέως: duly, attentively, kindly; τρέφειν, Il. 23.90; φείδεσθαι, Il. 24.158; ὁμαρτεῖν, Il. 24.438; oftener in Od., with φιλεῖν, πέμπειν, λούειν, κομεῖν, etc.; ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον, ‘with a relish,’ Od. 14.109.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνδυκέως
См. также в других словарях:
ὁμαρτεῖν — ὁμαρτέω act together pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγέτης — κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, ιδος και κυνηγέτρια, ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ. β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον… … Dictionary of Greek
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek