-
1 ὁλόσχοινος
ὁλό-σχοινος, ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die teils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, teils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen -
2 μολόθουρος
μολόθουρος, ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.
См. также в других словарях:
ὁλόσχοινος — club rush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
ὁλοσχοίνοις — ὁλόσχοινος club rush masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνου — ὁλόσχοινος club rush masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνους — ὁλόσχοινος club rush masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνων — ὁλόσχοινος club rush masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνῳ — ὁλόσχοινος club rush masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόσχοινον — ὁλόσχοινος club rush masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek