Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μολόθουρος

См. также в других словарях:

  • μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μολόθουρος — an evergreen plant fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοθούροις — μολόθουρος an evergreen plant fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοθούρου — μολόθουρος an evergreen plant fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»