Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄ-τρῡτος

См. также в других словарях:

  • άτρυτος — ἄτρυτος, ον (Α) 1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος 2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος 3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • πολύτρυτος — ον, Α πάρα πολύ κουραστικός, πολύ κοπιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυτος (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»