-
1 πολύ-τρῡτος
πολύ-τρῡτος, sehr ermüdet, Schol. Soph. Ai. 799.
-
2 ἁλί-τρῡτος
ἁλί-τρῡτος, vom Meere erundet, der sich am Meere abgearbeitet hat, γέρων, alter Fischer, Theocr. 1, 45; κύμβη Tull. Laur. 2 (VII, 294); Nonn.
-
3 ἄ-τρῡτος
ἄ-τρῡτος, 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.
-
4 ἁλίτρῡτος
ἁλί-τρῡτος, vom Meere ermüdet, der sich am Meere abgearbeitet hat -
5 ἄτρῡτος
-
6 πολύτρῡτος
См. также в других словарях:
άτρυτος — ἄτρυτος, ον (Α) 1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος 2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος 3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»] … Dictionary of Greek
αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
πολύτρυτος — ον, Α πάρα πολύ κουραστικός, πολύ κοπιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυτος (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ»)] … Dictionary of Greek