Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀψωνίων

См. также в других словарях:

  • ὀψωνίων — ὀψώνιον salary neut gen pl ὀψωνέω buy fish and other dainties pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»