Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀχλ-έω

См. также в других словарях:

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • προβατητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική εκτροφή προβάτων, προβατοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. ητικός (πρβλ. οχλ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • σκυλαγωγός — ὁ, Μ αυτός που οδηγούσε τους σκύλους στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. ὀχλ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • u̯eĝh- —     u̯eĝh     English meaning: to move, carry, drive     Deutsche Übersetzung: “bewegen, ziehen, fahren under dgl”     Note: eine zero grade uĝh only in Ar. and probably also in Alb.     Material: O.Ind. váhati “leads, travels, zieht, fũhrt… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»