-
1 οχλώδες
-
2 ὀχλῶδες
См. также в других словарях:
ὀχλῶδες — ὀχλώδης turbulent masc/fem voc sg ὀχλώδης turbulent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλώδης — ὀχλώδης, ῶδες (ΑΜ) [όχλος] αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος αρχ. 1. θορυβώδης, ταραχώδης 2. δυσάρεστος, οχληρός 3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες η οχληρότητα … Dictionary of Greek