Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀχλο-κρατία

См. также в других словарях:

  • πορνοκρατία — η, Ν 1. καθεστώς κατά το οποίο κυριαρχούν οι πόρνες 2. φρ. «εποχή πορνοκρατίας» εκκλ. μεταβατική περίοδος τής ιστορίας τού παπισμού στη διάρκεια τής οποίας ο έλεγχος τού παπικού θρόνου είχε περιέλθει στην τοσκανική φατρία τού Αδελβέρτου και τής… …   Dictionary of Greek

  • τραμπουκοκρατία — η, Ν επικράτηση τών τραμπούκων σε έναν τομέα τής κοινωνικής ή πολιτικής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραμπούκος + κρατία (< κρατης < κράτος), πρβλ. οχλο κρατία. Η λ. μαρτυρέται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»