Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀφρύων

См. также в других словарях:

  • ὀφρύων — ὀφρύς fem gen pl ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφρυάω to have ridges imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бръвьныи — (1*) пр. к бръвь в 1 знач.: Безъстоудъно зрѣние, и высока˫а вы˫а, часто помѣжение бровное (ὀφρύων) Пч к. XIV, 136 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FRONS — Genio olim sacra, teste Serv. qui addit Virg. Ecl. 6. v. 22. et 7. v. 27. Aen. l. 5. v. 567. Unde quoties Deum veneramur, frontem tangimus: Plin. sic describitur l. 11. c. 37. Frons et aliis (animantibus) sed homini tantum tristitiae, hilaritatis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος …   Dictionary of Greek

  • ουραχός — ο (Α οὐραχός) νεοελλ. ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα τού αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο αρχ. 1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο 2. το κορυφαίο άκρο τής καρδιάς 3 …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»