Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀσφύς

См. также в других словарях:

  • ὀσφῦς — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»